► Μικρές Ιστορίες

    "Τη γραφή, ως μέσο έκφρασης, τη λάτρευα από μικρή. Ήμουν καλά; Δεν ήμουν; Η πρώτη σκέψη μου πάντα ήταν να πάρω ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι και να εξωτερικεύσω τα συναισθήματά μου και τη φαντασία μου, να δημιουργήσω χαρακτήρες, λέξεις, εικόνες, ιστορίες..."


  Στη σελίδα αυτή θα βρείτε συγκεντρωμένα μερικά από τα κείμενά μου: πρόκειται για μικρές ιστορίες, με τις οποίες συμμετείχα κατά καιρούς σε διαγωνισμούς φιλικών μου ιστολογίων.

  Όλα τα κείμενα βασίζονται σε δοθείσες λέξεις (με βάση τους όρους των εκάστοτε διαγωνισμών). Οι λέξεις αυτές έχουν επισημανθεί μέσα στα κείμενα. 


3ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)


Μόιρα

Την πρώτη φορά που την είδε, είχε βγει στο μπαλκόνι, πάνω από τον πολύβουο δρόμο. Είχε στην τσέπη του τη φυσαρμόνικα –πρόσφατο δώρο του πατέρα του- και ετοιμαζόταν να καθίσει στην παλιά καρέκλα και να παίξει. Και τότε την είδε, ένα όμορφο κορίτσι που περπατούσε χαρούμενο, ντυμένο με πολύχρωμα ρούχα και με φλογάτα μαλλιά, που τα ανάδευε ο αέρας.  Αχ, αυτά τα μαλλιά. Το χρώμα τους του θύμισε το άγουρο βατόμουρο.  Έσκυψε να την παρατηρήσει, αλλά στο μεταξύ εκείνη χάθηκε στη στροφή.
Τις επόμενες μέρες, τη σκεφτόταν συνέχεια. Ποια ήταν; Ήταν από τη γειτονιά,  ήταν περαστική; Θα την ξανάβλεπε άραγε ποτέ; Κοιμόταν, και στον ύπνο του ονειρευόταν  άγουρα βατόμουρα και χρώματα και ήχους, σαν από φυσαρμόνικα.
Τη δεύτερη φορά που την είδε, ένα σύννεφο, μαύρο, βαρύ, ετοιμαζόταν να ξεσπάσει τη μανία του πάνω απ’ την πόλη. Αστραπές και σκοτεινιά. Από το μπαλκόνι, τραβούσε φωτογραφίες το σκοτεινιασμένο τοπίο, ώσπου ξάφνου, μια φλόγα ανέμελη, πλημμύρισε τη σκοτεινιά με φως. Να την πάλι, περπατούσε στην άκρη του δρόμου! Απέμεινε να την κοιτάζει, άρχισε να βρέχεται, ο φακός της φωτογραφικής μηχανής του θάμπωσε, το βλέμμα του γέμισε κόκκινο και, πριν σκεφτεί καν να τη φωτογραφίσει, εκείνη χάθηκε πάλι στη στροφή.
Βδομάδες πέρασαν. Εκείνος περίμενε, μήπως την πετύχει κάπου ξανά – μα ποια ήταν; Είχε όμως χειμωνιάσει, οι πεζοί ήταν πια λιγοστοί κι εκείνη δεν φαινόταν πουθενά.  Η κοπέλα με τα φλογάτα μαλλιά τού είχε γίνει μανία – ή μήπως την είχε φανταστεί, μήπως αυτό το ξωτικό δεν είχε υπάρξει ποτέ;
Την άνοιξη, πήγε με φίλους μια εκδρομή στο γειτονικό βουνό. Έχοντας τον εξοπλισμό τους, ξανοίχτηκαν στον καθαρό αέρα και στο φρέσκο πράσινο. Ακολούθησαν ένα μονοπάτι. Ένα γαϊδουράκι ήταν δεμένο. Το φωτογράφισε. Συνέχισαν την πορεία τους, όλο και πιο βαθιά στο δάσος και, κάποια στιγμή, διασταυρώθηκαν με μια άλλη ομάδα. Αδύνατο… δεν πίστευε στα μάτια του – ήταν εκεί, ανάμεσά τους, η κοπέλα που του είχε πάρει το νου. Πολύχρωμα ρούχα και κόκκινα μαλλιά, σε πλήρη αντίθεση με το πράσινο γύρω τους.
Ήθελε τόσο να πάει να της μιλήσει! Αλλά τι να της πει; Ξαφνικά δεν ένιωθε καθόλου σίγουρος για τον εαυτό του, ένιωθε άσχημος σαν σκιάχτρο μπροστά στην ομορφιά της.
Οι φίλοι του έκαναν την αρχή, γνωρίστηκαν οι δυο ομάδες μεταξύ τους. Εκείνη τον πλησίασε και του χαμογέλασε. Η μετέπειτα πορεία τους είχε αρχίσει. Τη ρώτησε το όνομά της. «Μόιρα» του είπε. Για κείνον, ο τόνος ήταν λάθος. Το όνομά της θα έπρεπε να είναι Μοίρα.




* 4ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)


Μεταξένια

Βραδάκι χειμωνιάτικο… Το φεγγάρι έλουζε τα δέντρα της αυλής με ασήμι, ασήμιζαν και τα φύλλα της ελιάς, καθώς τα ταλάντευε ελαφρά το κρύο αεράκι. Ο κυρ- Βασίλης είχε ανάψει τη φωτιά στο τζάκι και καθόταν με την αγαπημένη του κουβερτούλα στα γόνατά του, πίνοντας ένα ζεστό.  Ζούσε εδώ και κάποια χρόνια μόνος του, έχοντας χάσει τη γυναίκα του νωρίς, αλλά…
Αλλά είχε τουλάχιστον τη Μεταξένια.  Η όμορφη γατούλα του, με τα σπινθηροβόλα μάτια και το απαλό, κανελί της τρίχωμα, ήρθε ένα απόγευμα στο σπίτι του, πριν τρία χρόνια. Την τάισε κι εκείνη, αφού τριγύρισε στο χώρο, κοίταξε καλά-καλά τον κυρ-Βασίλη, κουλουριάστηκε κοντά του και δεν έφυγε έκτοτε. Για να έχει πρόσβαση στην αυλή όποτε το ήθελε, της είχε φτιάξει ένα άνοιγμα στην εξώπορτα, αλλά εκείνη επέλεγε να περνά σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας της κοντά του και σπάνια χρησιμοποιούσε το πορτάκι.
«Μεταξένια, πού είσαι;»
Ήρθε κοντά του αμέσως, αλαφροπατώντας. Ξάπλωσε στα γόνατά του, απαλά, μην τον πονέσει. Τη χάιδεψε. Εκείνη έτριψε τη μουσούδα της στο χέρι του, αποζητώντας κι άλλο χάδι.
«Πόσο πιο όμορφη γίνεται η ζωή, όταν έχεις κάποιον να αγαπάς…» της είπε και μέσα στα μάτια του απλώθηκε όλη η σοφία του κόσμου και των χρόνων. «Ζεσταίνονται τα κρύα, χειμωνιάτικα βράδια… ζεσταίνονται και οι καρδιές! Ευτυχώς έχω κι εσένα!»
Ένα κάρβουνο έσκασε, πετάχτηκε έξω από το τζάκι. Σηκώθηκε να το μαζέψει και ξάφνου, η καρδιά του έχασε ένα χτύπο. Σωριάστηκε. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει ήταν η Μεταξένια.

Άνοιξε τα μάτια του, μην μπορώντας να καταλάβει πού βρισκόταν. Στην αρχή έβλεπε θολά, έπειτα η όρασή του καθάρισε. Νοσοκομείο; Πώς ήρθε εδώ;
Δίπλα του, λαγοκοιμόταν η γειτόνισσά του, η κυρία Μαρία.
«Τι…έγινε;» ψέλλισε.
«Ξύπνησες, κυρ-Βασίλη;» τινάχτηκε εκείνη. «Είσαι καλά, όλα καλά. Η καρδιά σου…»
«Πώς… βρέθηκα… εδώ;»
«Η Μεταξένια!  Ήρθε στο σπίτι μου, αγριεμένη, νιαούριζε, τριγύριζε… στην αρχή δεν κατάλαβα, αλλά έκανε σαν να ήθελε να την ακολουθήσω. Με έφερε στο σπίτι σου με τα πολλά. Ευτυχώς! Σε βρήκα, βρήκα κι ένα αναμμένο κάρβουνο έξω από το τζάκι… ευτυχώς κυρ-Βασίλη!
Δάκρυσε ο κυρ-Βασίλης. Στράφηκε, κοίταξε έξω από το παράθυρο του ισόγειου δωματίου. Είδε μια σκιά, προσπάθησε να εστιάσει καλύτερα. Η Μεταξένια ήταν εκεί, στο περβάζι! Τριβόταν πάνω στο τζάμι… «Δεν επιτρέπονται οι γάτες στα νοσοκομεία» του είπαν τα μάτια της, μέσα στα οποία πλανιόταν όλη η σοφία του κόσμου. «Δεν πειράζει, όμως, εγώ είμαι εδώ…»
Ο κυρ-Βασίλης αποκοιμήθηκε. Η Μεταξένια κουλουριάστηκε κι εκείνη στο περβάζι.



* 5ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)

Το χρυσό φτερό

Νέα, εύπορη, ήταν μια γυναίκα που διακατεχόταν από ένα μεγάλο, ασίγαστοπάθος: τα ταξίδια. Ονειρευόταν να πάει παντού, ήθελε να γνωρίσει τα πάντα.  Σε κάθε ευκαιρία που της δινόταν, ταξίδευε. Τη δεδομένη χρονική στιγμή ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει ένα από τα όνειρά της, καθώς βρισκόταν στο αεροπλάνο που την πήγαινε, πολύωρα και βασανιστικά, ως την Κεντρική Αφρική. Θα περνούσε εκεί μία εβδομάδα.
Περνώντας οι μέρες, εκείνη γνώριζε, παρατηρούσε, φωτογράφιζε…  Ζούσε την κάθε στιγμή του ονείρου. Κάποια στιγμή, επισκέφθηκε μια τοπική, υπαίθρια αγορά. Θαύμαζε τα προσφερόμενα υφάσματα, όταν ένα αγόρι, ξυπόλητο και τυλιγμένο με κουρέλια, πέρασε βιαστικά από δίπλα της .  Από μια ατυχία της στιγμής, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Ένα μικρό, χρυσό φτερό από το πολυαγαπημένο της κολιέ αποκολλήθηκε, χωρίς να το καταλάβει κανείς από τους δυο τους  και σκάλωσε στα ρούχα του παιδιού.  Η αμήχανη στιγμή πέρασε, το παιδί εξαφανίστηκε, εκείνη συνέχισε το δρόμο της.
Όταν το παιδί, το βράδυ πια, στο φτωχικό του κτίσμα, ανακάλυψε το χρυσό φτερό, δεν ήξερε τι να υποθέσει.  Κατάλαβε ότι εκεί έξω, πέρα μακριά, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, πιο όμορφα από ό,τι είχε συνηθίσει να βλέπει. Το χρυσό φτερό ήρθε για να του πει να μην ξεχάσει να πετάξει, να φύγει, να γνωρίσει, να γίνει κάποιος. Έδεσε το χρυσό φτερό στο στήθος του και το έκανε φυλακτό.
Αρκετά χρόνια αργότερα, σε μια Πολιτεία της Αμερικής, ένας καταξιωμένος γιατρός ετοιμαζόταν για το προγραμματισμένο ραντεβού του.  Θα δεχόταν μια κυρία μιας κάποιας ηλικίας στο ιατρείο του, μια κυρία που έπασχε από μια σοβαρή ασθένεια. Καθώς εκείνη ερχόταν από μακριά, του είχε σταλεί ο ιατρικός της φάκελος και είχε ήδη προλάβει  να τον μελετήσει. Ήξερε ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να τη βοηθήσει, εκεί όπου όλοι οι άλλοι είχαν αποτύχει. Ήξερε ότι μπορούσε να της σώσει τη ζωή.
Στη βιβλιοθήκη πίσω του, πλάι σε ένα πορτατίφ, βρισκόταν μια μικρή, γυάλινη προθήκη, που ισορροπούσε πάνω σε ένα καλογυαλισμένο κομμάτι από ξύλο κέδρου. Μέσα της, λαμπύριζε ένα μικρό, χρυσό φτερό.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα του, την άνοιξε. Σημείωσε νοερά να επισκευάσει τομεντεσέ της, που έτριζε πάλι. Η κυρία που περίμενε, είχε έρθει. Μόλις κάθισε απέναντί του, πάγωσε. Στο λαιμό της κρεμόταν ένα κολιέ, γεμάτο μικρά, χρυσά φτερά, ίδια με το δικό του. Για δέκατα του δευτερολέπτου, απέμεινε σαστισμένος. Έψαξε με το βλέμμα. Πάνω δεξιά, υπήρχε ένα μικρό κενό. Ένα από τα μικρά, χρυσά φτερά έλειπε. Ήξερε πού ήταν.
«Σας περίμενα», είπε απλά.



* 6ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)


Εικόνες

Η ιστορία του ξεκίνησε μόλις βρέθηκε μέσα στο μικρό, παιδικό χεράκι. Πάνω που είχε αρχίσει να συνηθίζει το σφιχτό κράτημα, το χεράκι χαλάρωσε στιγμιαία.  Τη φυγή του προς τον ουρανό συνόδεψε ένα παιδικό κλάμα. Η μαμά όμως είπε «Μην κλαις, θα πάει να γνωρίσει τον κόσμο». Και το κόκκινο μπαλόνι δε στενοχωρήθηκε πια.




Πέταξε πάνω από χωριά. 




Σ’ ένα χωράφι, είδε τον ιδρώτα ενός αγρότη να στέκει σαν διαμαντένιο στολίδι στο μέτωπο. Είδε τα παιδιά στη μικρή, σχολική αυλή, πλάι στο δάσκαλο, να παρατηρούν τιτιβίζοντας ένα γεράνι, που είχε προσφέρει το καλύτερό του μπουμπούκι για να ξεκουραστεί πάνω σ’ αυτό η πρώτη πεταλούδα της Άνοιξης. Πέρα από το σχολειό, ένα νιογέννητο πουλαράκι έκανε τα πρώτα του, αβέβαια βήματα.

Πέταξε πάνω από τη θάλασσα. Είδε δελφίνια να συνοδεύουν ένα καράβι στο ταξίδι του και τους ανθρώπους να τα φωτογραφίζουν χαρούμενοι. Τα δελφίνια πρόσεξαν το κόκκινο μπαλόνι, αλλά δεν ήξεραν τι ήταν.




Πέταξε πάνω από πόλεις. 




Είδε την πύλη μιας φυλακής να ανοίγει, διώχνοντας από τα σωθικά της ένα μετανιωμένο πια κρατούμενο, έπειτα από χρόνια και χρόνια κράτησης. Το εγγόνι του, που δεν τον είχε ξαναδεί, σήμερα τον περίμενε απέξω, μαζί με τους γονείς του, κρατώντας μια ζωγραφιά.
Είδε ένα ζευγάρι αστέγων, κάτω από μια χιλιομπαλωμένη κουβέρτα, να κοιμούνται αγκαλιά στο πάρκο. Στον ύπνο τους, κι οι δυο χαμογελούσαν – το κόκκινο μπαλόνι τους έστειλε ένα φιλί και την ελπίδα στο όνειρό τους. Το ζευγάρι ανασάλεψε, μα δεν ξύπνησε. Το χαμόγελό τους όμως έγινε πιο πλατύ.




Λίγο-λίγο, το κόκκινο μπαλόνι άρχισε να χάνει τον αέρα του. Χαμήλωνε, χαμήλωνε, μέχρι που σκάλωσε στα κλαδιά ενός δέντρου.




Το δέντρο σκίαζε την είσοδο ενός ιδρύματος για εγκαταλειμμένα παιδιά. Η πόρτα άνοιξε και ένα ζευγάρι βγήκε έξω. Ανάμεσά τους είχαν ένα παιδί, το κρατούσαν από το χέρι. Το μπαλόνι δεν το ήξερε, αλλά μια διαδικασία υιοθεσίας μόλις είχε ολοκληρωθεί και το παιδί έφευγε από το ίδρυμα μαζί με τους νέους, θετούς γονείς του.
Το παιδί πρόσεξε αμέσως το κόκκινο μπαλόνι. Το ζήτησε. Ο άνδρας τεντώθηκε και το έφτασε.



«Τι το θέλεις;» ρώτησε, «έχει ξεφουσκώσει, θα σου πάρω όσα μπαλόνια θέλεις από δω και πέρα».
«Ξέρω ότι θα με φροντίσεις», είπε το παιδί, «αλλά πίσω μας, τα άλλα παιδιά δεν έχουν κανέναν να τους πάρει μπαλόνια. Θέλω να τους πάω αυτό λοιπόν, θα μου το φουσκώσεις;»
«Είσαι ένας μικρός ιππότης!» είπε η γυναίκα. Φούσκωσε το κόκκινο μπαλόνι, το έδωσε στο παιδί και όλοι μαζί επέστρεψαν στο κτίριο.

* Η εικονογράφηση της ιστορίας έχει γίνει από εμένα. 
Κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο, μπορείτε να τη δείτε και σε μορφή βίντεο (μόλις ανοίξει το βίντεο, κάντε κλικ στην επιλογή HD, για καλύτερα αποτελέσματα):







* 7ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)

«ΗΜΟΥΝ ΕΔΩ»

Άλλη μια εβδομάδα εξουθενωτική, απαίσια. Ο άνδρας της έφυγε ξανά αμίλητος σήμερα το πρωί. Η έφηβη κόρη της ξεπόρτισε χωρίς την άδειά τους το προηγούμενο βράδυ. Θεοί και δαίμονες μέσα στο σπίτι, ώσπου να τη βρουν.  Στο γραφείο, τους έδωσαν τελεσίγραφο για την ημερομηνία παράδοσης της μελέτης. «Τη θέλουμε χθες» είπαν. Βιασύνη, φόρτος, τρέξιμο.  Άγχος.
Σχολώντας, μπήκε ταραγμένη στο αυτοκίνητο. Παραζαλισμένη.  Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι. Θυμόταν με νοσταλγία την εποχή που επέστρεφε μετά τη δουλειά, γεμάτη όρεξη να περιποιηθεί την οικογένεια, δίχως  να δίνει σημασία στις πιέσεις και το άγχος.
Τούτη η εποχή μάλλον είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
Οδήγησε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Ο δρόμος, φιδογυριστός, την έφερε σε μία παραλία. Όμορφα ήταν. Πολύ όμορφα. Ένιωσε την ανάγκη να κατεβεί από το αυτοκίνητο, χρειαζόταν λίγο αέρα.
Κάθισε στην υγρή άμμο και αφέθηκε στις σκέψεις της. Κάποτε, είχε όνειρα… και  την ελπίδα πως θα κατάφερνε να τα πραγματοποιήσει.  Όλα φαίνονταν ρόδινα και εκείνη ζούσε τη ζωή, όπως την ήθελε κι όπως την είχε φανταστεί. Τώρα οι καταστάσεις έτρεχαν ερήμην της.
Πήρε ένα ξυλαράκι και άρχισε να ζωγραφίζει ένα αερόστατο στην άμμο. Από μικρή τα λάτρευε, πίστευε ότι όποιος ταξίδευε μαζί τους, βίωνε την υπέρτατη αίσθηση ελευθερίας.
«Πάρε με μαζί σου…» του είπε ζωγραφίζοντάς το.
Ένα κύμα φούσκωσε, το χάλασε. Χαμογέλασε με πικρία. Πήρε ξανά το ξυλαράκι και χάραξε:
«ΗΜΟΥΝ ΕΔΩ»
Στ’ αλήθεια, κάποτε ήταν εδώ.  Εδώ, στη ζωή της. Τώρα πού ήταν; Ένιωθε σαν ρομπότ, προγραμματισμένο να πράττει, να κινείται και να κυκλοφορεί, στερημένο όμως από ανθρώπινα αισθήματα. Κουρασμένο.
Έσκυψε το κεφάλι και κούρνιασε ανάμεσα στα γόνατά της. Τα μαλλιά της έπεσαν μπροστά και μύρισε μέσα τους την αλισάχνη, την οσμή της θάλασσας. Σκέφτηκε την κόρη της, που θα την περίμενε. Θα την αγκάλιαζε, δε θα της μιλούσε, γιατί θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν σήμερα εντάξει. Θα της έστελνε εκείνο το χαριτωμένο χαμόγελο που τόσο αγαπούσε και θα την έκανε να ξεχάσει πάλι την προγραμματισμένη τιμωρία. Κι εκείνος, θα ερχόταν απολογούμενος για την πρωϊνή, άσχημη συμπεριφορά του και θα της έκανε το καθιερωμένο μασάζ στα πόδια. Και οι λογαριασμοί, θα τακτοποιούνταν  κάποια στιγμή. Και η μελέτη, κι αυτή θα γινόταν στην ώρα της, θα επιδίωκε να συνεργαστούν όλοι μεταξύ τους.
Ανέβλεψε. Το «ΗΜΟΥΝ ΕΔΩ» δεν φαινόταν πουθενά, η θάλασσα το είχε σβήσει.  Έγραψε στη θέση του «ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ». Ύστερα το έσβησε, και  έγραψε: «ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΑ».
Περπάτησε προς το αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και πήρε το δρόμο προς το σπίτι.


* 8ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)

Μαρκέλλα

Ρώμη, 52 μ.Χ.

Ο Κλαύδιος ήταν πανέτοιμος για τη σημερινή άμιλλα στον ιππόδρομο, όπου θα συμμετείχε σε αρματοδρομία. Πριν φύγει από το οίκημά τους το πρωί, η κόρη του, Μαρκέλλα, τον είχε σταματήσει σοβαρή:
«Είδα έναν οιωνό τα χαράματα, που μόνο ως κακός θα μπορούσε να ερμηνευτεί» του είπε. «Δε μπορώ να σου ζητήσω να μη συμμετάσχεις, θέλω όμως να σου ζητήσω να προσέχεις». 
«Κόρη, μην ανησυχείς» της απάντησε. «Θα είμαι πάντα εδώ, κοντά σου».
Κι έπειτα, είχε φύγει για τον ιππόδρομο.

Circus Maximus, 52 μ.Χ.

Έτρεχε με το άρμα του να λάμπει στο ηλιόφως,  αφήνοντας βαθιά ίχνη στο χώμα. Έτρεχε με τις φλέβες του γεμάτες αδρεναλίνη, κρατώντας σφιχτά τα ηνία. Όλοι οι άνδρες στον ιππόδρομο επευφημούσαν. Και τότε, η ξύλινη ακτίνα στον δεξί τροχό του άρματός του έσπασε. Δεν άκουσε τον κρότο μέσα στη φασαρία, πιο πολύ τον διαισθάνθηκε – κι έπειτα, ο τροχός διαλύθηκε, το άρμα κλυδωνίστηκε, έπεσε. Κι ο αναβάτης βρέθηκε στο χώμα. Νεκρός.
Οι επίσημοι ανακοίνωσαν τη διακοπή του αγωνίσματος, από σεβασμό στο νεκρό αθλητή.

Ο Κλαύδιος δεν κατάφερε ποτέ να πάει εκεί όπου πηγαίνουν όλοι όσοι πεθαίνουν. Εγκλωβίστηκε ανάμεσα στους δύο κόσμους, για πάντα δεμένος από την υπόσχεση που είχε δώσει στην κόρη του εκείνο το πρωινό.
Όταν εκείνη έφυγε από γηρατειά, χρόνια αργότερα, βρέθηκε στον τόπο όπου εκείνος δεν είχε θέση. Τον αναζήτησε, αλλά μάταια. Εν τέλει, υποχρεώθηκε να υπακούσει σε όρους πολύ αυστηρούς: όταν και εάν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, οι δρόμοι τους θα επιτρεπόταν να συναντηθούν.

Ελλάδα, 2013 μ.Χ.

Η μικρή Μαρκέλλα αγαπούσε πολύ τα άλογα. Το λούτρινο αλογάκι της το είχε ονομάσει Νεφέλη.
Γι’ απόψε το βράδυ είχε ζητήσει από τη μαμά να της διαβάσει το αγαπημένο της παραμύθι. Η μαμά της έκανε το χατήρι και την έβαλε να κοιμηθεί.
Η μικρή Μαρκέλλα ονειρεύτηκε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν κι αυτό Μαρκέλλα. Στο όνειρό της, το κοριτσάκι είπε πως μόνο εκείνη μπορούσε να τη βοηθήσει για να μπορέσει να πάει επιτέλους στο μπαμπά της και της εξήγησε τι ήθελε να κάνει.
Σαν υπνοβάτης, η Μαρκέλλα σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και ζωγράφισε στο μπλοκ της ένα άλογο και μια ανοιχτή πόρτα στον ουρανό. Άφησε το μπλοκ ανοιχτό, όπως της είχε ζητήσει η μικρούλα κι απέναντί του στερέωσε ένα καθρέφτη της μαμάς. Έπειτα, ξάπλωσε ξανά και την πήρε ο ύπνος.
Το πρωί, η Μαρκέλλα θυμήθηκε το όνειρο. Πλησίασε στο μπλοκ της και έσκυψε να δει τη σελίδα. Το άλογο είχε εξαφανιστεί. Υπήρχε μόνο η ζωγραφισμένη πόρτα στον ουρανό, η οποία όμως ήταν κλειστή τώρα. Η Μαρκέλλα δεν παραξενεύτηκε – ήξερε ήδη. Χαρούμενη, κατέβηκε για πρωινό.


* 9ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)

Ο πέτρινος πύργος

Την αγαπούσε με όλο του το είναι. Όταν την έβλεπε να γελά ο νους του σταματούσε, μικρές αχτίδες φωτός τρύπωναν στην ψυχή του, μελωδίες ηχούσαν στ’ αυτιά του σταλμένες από τόπους τρυφερούς.
Και ξαφνικά, της παρουσιάστηκε εκείνη η ευκαιρία. Του είπε πως έπρεπε να φύγει για κάποιους μήνες, θα πήγαινε στην άλλη πλευρά του ωκεανού για μετεκπαίδευση. Ωκεανούς δάκρυα συγκράτησε μπροστά της, έμεινε φαινομενικά ψύχραιμος. Μα εκείνη τον κατάλαβε.
«Μη», του είπε. «Μέχρι να δεις το πρώτο χελιδόνι της Άνοιξης, θα είμαι ήδη πίσω».
Στην αρχή, επικοινωνούσαν διαρκώς. Κάθε μέσο επιστρατεύτηκε, τηλέφωνα, e-mail, βιντεοκλήσεις, ακόμη και γράμματα. Σιγά-σιγά, η επικοινωνία μειώθηκε. Την έψαχνε, μια δεν απαντούσε, μια έλεγε πως ήταν απασχολημένη… Της έδινε χρόνο, δεν ήθελε να φαίνεται πιεστικός. Μα, σύντομα, η επικοινωνία χάθηκε.
Κι ύστερα έλαβε ένα απρόσωπο e-mail από κείνη. Του δήλωνε πως όλα είχαν τελειώσει, είχε αποφασίσει να μείνει εκεί, κάτι έγραφε για ένα παιδί, κάτι για έναν άλλο. Δυσκολευόταν να καταλάβει τι διάβαζε, είχε θολώσει. Η φωτογραφία της επάνω στο γραφείο έμοιαζε ξέθωρη ξαφνικά.  Έξω, στα σύρματα, καθόταν ένα χελιδόνι. Το κοίταξε για ώρα επίμονα, ώσπου το μικρό, ασπρόμαυρο πουλί πέταξε μακριά, παίρνοντας μαζί του για πάντα την υπόσχεσή της.
Μόνος. Τι ηχηρή λέξη, μέσα στη σιωπή της. Κοιμόταν, ξυπνούσε, ζούσε αυτόματα. Η καρδιά του, μην μπορώντας πια να πληγώνεται επάνω στα σπασμένα γυαλιά της αγάπης τους, έχτισε ένα ψηλό, πέτρινο πύργο, βαθιά μέσα στο στήθος του. Και κλείστηκε εκεί.
Καιρός πέρασε. Ο πέτρινος πύργος έκανε καλά τη δουλειά για την οποία είχε φτιαχτεί και η μόνη παρέα του ήταν το σκυλί του. Ένα απόγευμα, τον πήγε βόλτα στο πάρκο κι αφού περπάτησαν αρκετά,  σταμάτησε σε ένα παγκάκι. Ήπιε νερό, έδωσε και σ’ εκείνον.
«Γεια σου, με θυμάσαι;»
Μια χαμογελαστή κοπέλα στεκόταν όρθια μπροστά του. Δεν τη θυμόταν.
«Είμαι η βοηθός του κτηνίατρου, πριν μια εβδομάδα δεν ήταν που ήρθες με το σκύλο σου;»
Μίλησαν για λίγο. Η κοπέλα τον παρατηρούσε.
«Ω, έλα» του είπε κάποια στιγμή. «Κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτά τα θλιμμένα σου μάτια. Ο σκύλος σου θέλει να τρέξει, παραβγαίνουμε ως εκείνο το δέντρο; Κι όποιος φτάσει πρώτος, θα πρέπει να μοιραστεί ένα αστείο περιστατικό – κι έχω πολλά να σου πω!»
Του έτεινε το χέρι της. Στον πέτρινο πύργο μέσα του, σχηματίστηκε μια ρωγμή. Άρχισε να τρέχει διστακτικά πίσω από εκείνη, ώσπου αφέθηκε στην αίσθηση. Και συνειδητοποίησε πως πια, έτρεχε με όλη του τη δύναμη πίσω από την ελπίδα. 
Η κοπέλα έφτασε στο δέντρο και κοντοστάθηκε λαχανιασμένη.
«Λοιπόν, άκου τι αστείο μου συνέβη στο ιατρείο αυτή τη βδομάδα…», ξεκίνησε να λέει.
Η ρωγμή στον πέτρινο πύργο διακλαδίστηκε. Κι όσο εκείνη μιλούσε, με κάθε αστεία της φράση, άνοιγαν ρωγμές κι άλλες, κι άλλες… μέχρι τη στιγμή που αποκολλήθηκε η πρώτη πέτρα του τοίχου.
Ο κόσμος αποκτούσε ξανά φως.



* 10ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)

Αέναο Ταξίδι

Έβλεπε για ώρες τον ορίζοντα, χωρίς να τον βλέπει.
Ο ήλιος κύλησε στον ουρανό, χαμήλωσε, κατέβηκε. Βάφτηκε η φύση κοραλλί, έπειτα μενεξεδιά. Σκιές άρχισαν να δημιουργούνται. Γνώριμες, ω, πόσο γνώριμες. Οι φίλες του της νύχτας.
Εκείνος έβλεπε τις στιγμές της ζωής του να περνούν, χωρίς να τις βλέπει, χωρίς να τις ζει. Ταξίδευε ξαπλωμένος απέναντι από ένα σπασμένο παράθυρο, στο κέντρο του ενός και μοναδικού τοίχου που είχε απομείνει όρθιος στο ερειπωμένο, βρώμικο κτίριο.
Κάποια στιγμή, το βλέμμα του ξεθόλωσε. Είδε πως δεν ήταν μόνος στο ερείπιο, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι άλλοι ήταν μαζί του. Τα χαρακτηριστικά τους συγχέονταν και οι φυσιογνωμίες όλων του φαίνονταν ίδιες. Αγριωπές, βρώμικες, ταξιδιάρικες, ταλαιπωρημένες, γερασμένες. Παραιτημένες.
«Εφιάλτες» μουρμούρισε και κοίταξε πάλι έξω. «Σας βαρέθηκα».
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που αποφάσισε να δοκιμάσει. Ήταν μια απόφαση-σταθμός στη ζωή του, γιατί δε μπόρεσε να κάνει πίσω ποτέ, ποτέ δεν μπόρεσε πραγματικά να κατεβεί από τούτο το τρένο του παραλόγου, ποτέ δε μπόρεσε να εγκαταλείψει το καθημερινό του δρομολόγιο. Οι σταθμοί όπου το τρένο σταματούσε διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, κάθε μέρα, πάντα με την ίδια σειρά: Ανάγκη, Αναζήτηση, Τρέξιμο, Χαρά, Προσμονή, Απόλαυση, Ταξίδι… Γκρεμός, Πτώση και Πόνος. Και πάλι από την αρχή… και πάλι… και πάλι…
Προσπάθησε μια φορά να κατεβεί από το τρένο -  το είχε αποφασίσει να αντέξει. Κατέβηκε έπειτα από το Σταθμό της Ανάγκης… και βρέθηκε μόνος, χωρίς να ξέρει πού να πάει, χωρίς να ξέρει ποια θα μπορούσε να γίνει η εναλλακτική του διαδρομή. Κανείς δεν ήταν δίπλα του, κανείς δεν τον πήρε από το χέρι, κανείς δεν του έδειξε το δρόμο. Είχε εγκλωβιστεί σε ένα αέναο δρομολόγιο, αλλά δεν είχε καταλάβει πότε ακριβώς αυτό συνέβη.
 Έψαξε, προσπάθησε να βρει διέξοδο. Και περπατώντας, βρέθηκε μπροστά στην αποβάθρα του σταθμού της Αναζήτησης. Κατάλαβε πως είχε κάνει το πρώτο βήμα, και παίρνοντας κουράγιο, την προσπέρασε. Περπάτησε ώρες, χωρίς να βρει άλλο σταθμό, μα ούτε και μια οδό διαφυγής. Κι όταν πια είχε απελπιστεί, βρέθηκε μπροστά στο Σταθμό του Πόνου. 
Τι πόνος. Ακόμη τον θυμόταν. Έκλαιγε, δεν όριζε το σώμα του. Καιγόταν, τρελαινόταν και προσπαθούσε να αντέξει. Πόσο; Όταν  το τρένο σταμάτησε ξανά μπροστά του, καλώντας τον σε ακόμη ένα δρομολόγιο, δεν μπόρεσε άλλο ν’ αντισταθεί στον πειρασμό και το πήρε. Έκτοτε, δεν προσπάθησε να κατεβεί ξανά. Έτσι κι αλλιώς, θα πάλευε μόνος.
Οι σκιές είχαν γίνει πιο έντονες τώρα. Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του και αντίκρισε τον ουρανό, που στολιζόταν από ένα ολοστρόγγυλο, ασημένιο φεγγάρι. Δεν υπήρχε πια οροφή στο κτίριο, έτσι το φως του φώτιζε το βρώμικο, γεμάτο σκουπίδια χώρο και τις άλλες ανθρώπινες φιγούρες που ταξίδευαν με το δικό τους τρένο.
«Εκεί θέλω να πάω απόψε» είπε. «Στο φεγγάρι. Ίσως να είναι πιο όμορφα εκεί…».
Πήρε το βρώμικο κουταλάκι, έριξε με προσοχή τη σκόνη και έψαξε για τον αναπτήρα του. Άναψε με αυτόν ένα μισολιωμένο κερί, δεν ήθελε να τον τελειώσει. Πήρε τη σύριγγα, ανέβηκε στο σταθμό της Απόλαυσης και ξεκίνησε το Ταξίδι.



*12ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (TEXNIS STORIES)

Νυχτερινή χορογραφία

Τον απέκτησαν σε εκείνο το ταξίδι. Όσο εκείνος συμμετείχε σε ένα ακόμη επαγγελματικό ραντεβού, εκείνη τριγύριζε στην πόλη. Τον ανακάλυψε σε ένα παλαιοπωλείο: ήταν ένας υπέροχος και λίγο σκοτεινός πίνακας, που είχε δημιουργηθεί πάνω από έναν αιώνα πριν. Απεικόνιζε μια λυγερόκορμη μπαλαρίνα να στέκεται με χάρη πλάι σ’ ένα πιάνο.  Από το παράθυρο πίσω της μπορούσε κανείς να διακρίνει τα κάγκελα ενός παλιού καμπαναριού. 







Έμαθε την ιστορία του πίνακα από τους ηλικιωμένους ιδιοκτήτες του καταστήματος. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο καλλιτέχνης, της είπαν. Δεν την πείραξε. Ο πίνακας είχε «κάτι», και την τράβηξε με την πρώτη ματιά. Τον απέκτησε μέσα σε πέντε μόλις λεπτά.

Όταν επέστρεψαν, τον τοποθέτησαν σε μια περίοπτη θέση στον τοίχο του σαλονιού.

Το βράδυ, η μπαλαρίνα κινήθηκε ανεπαίσθητα. Αργά, προσεκτικά, στράφηκε στο πιάνο… χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα το πρώτο πλήκτρο και ο χώρος γύρω της, μέσα στον πίνακα, γέμισε μουσική. Απαλή, θλιμμένη κλασική μουσική.

Άρχισε να λικνίζεται νωχελικά και να ισορροπεί επάνω στις βερικοκί πουέντ της.  Χόρευε μια χορογραφία με κλειστά τα μάτια, κάνοντας πιρουέτες, και η τούλινη φούστα της ανέμιζε με χάρη.







Τον ξύπνησε η μουσική. Απορημένος, έριξε μια ματιά στη γυναίκα του. Κοιμόταν ήρεμη, χωρίς να δείχνει ότι κάτι έχει ακούσει. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, έβαλε ένα ποτήρι νερό. Η μουσική ακουγόταν πιο έντονα τώρα. Προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή του ήχου και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.

Απέμεινε σαστισμένος να κοιτάζει τον πίνακα. Η μπαλαρίνα κινούνταν, την έβλεπε να χορεύει… και η μουσική ακουγόταν από το παλιό πιάνο, έβλεπε τα πλήκτρα του να πατιούνται από μόνα τους, σχηματίζοντας τη μελωδία. Το ποτήρι τού έπεσε από το χέρι, έσπασε. Κι εκείνος, φοβισμένος, παρατηρούσε ασάλευτος τη μπαλαρίνα να ζωντανεύει, μην πιστεύοντας στα μάτια του.

«Αγάπη μου, είσαι καλά;» Η γυναίκα του είχε ξυπνήσει και είχε έρθει δίπλα του, μα δεν την είχε καταλάβει. «Κάτσε να μαζέψω λίγο τα γυαλιά, θα κοπείς…»

«Κοίτα τον πίνακα» της είπε ξέπνοα, «κοίτα τον! Μα δεν το βλέπεις;»

«Τι να δω; Είναι το ίδιο όμορφος και τη νύχτα όπως και στο φως της ημέρας», απάντησε εκείνη. «Πολύ μου αρέσει αυτός ο πίνακας, ειδικά ο τρόπος που η μπαλαρίνα στέκεται δίπλα στο πιάνο. Μακάρι να ξέραμε τον καλλιτέχνη… Μου είπαν μια απίθανη ιστορία γι΄αυτόν, μα δεν την πίστεψα, φυσικά».

 «Τι ιστορία»; τη ρώτησε ταραγμένος, συνειδητοποιώντας πως μόνο εκείνος μπορούσε να δει.

«Λένε πως η μπαλαρίνα αυτή ήταν υπαρκτό πρόσωπο -αν και κανείς δεν ξέρει ποια είναι- που διέπραξε αυτοκτονία… Ένας καλλιτέχνης, ερωτευμένος μαζί της, την απεικόνισε σ’ αυτόν τον πίνακα και της τον χάρισε, μέρες πριν πεθάνει. Δεν πρόλαβε να τον χαρεί. Πιστεύεται πως η μπαλαρίνα ζωντανεύει τα βράδια και ο μόνος που μπορεί να τη δει να χορεύει μέσα στον πίνακα, είναι αυτός που τη ζωγράφισε… ή καλύτερα, η μετενσάρκωσή του, μιας και ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει πεθάνει εδώ και χρόνια!» Χαμογέλασε. «Παραμυθάκια για παιδιά… Λοιπόν, τι λες, πάμε να κοιμηθούμε;»

«Πήγαινε εσύ, εγώ θα μείνω λίγο ακόμη» ψέλλισε. 
Ήθελε να δει τη μπαλαρίνα να χορεύει, μόνο για κείνον.






*1ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (2ος κύκλος, TEXNIS STORIES)

Στίγματα

«Σε κοιτώ. Με κοιτάς κι εσύ, με το κεφάλι σκυμμένο, το νου σου αλλού… πάει ώρα που σκέφτεσαι εμπρός μου κι αναρωτιέμαι: τι σκέφτεσαι; Και γιατί θέλεις να με κλειδώσεις μέσα εδώ;
Σου μιλώ, αλλά δε μπορείς να μ’ ακούσεις. Και αναρωτιέμαι: γιατί αποφάσισες να με κλείσεις μέσα εδώ;
Ήμουν μαζί σου στα εύκολα και στα δύσκολα. Με αφοσίωση. Στην αρχή, θυμάσαι; Είχες μόνο εμένα. Κι ερχόμουν μαζί σου, θέλοντας και μη, όπου πήγαινες. Θυμάσαι το ξημέρωμα; Ήμουν μαζί σου στο χωράφι, κάθε μέρα, από το ξημέρωμα. Ξυπνούσες και φεύγαμε, πριν καλά-καλά χαράξει. Ίδρωνες από το μόχθο, ίδρωνες κάτω από τον καυτό ήλιο. Και ήμουν εκεί. Ίδρωνες πάνω μου και ήμουν για σένα παρέα, βοηθός σου και ντύμα.
Σαν βράδιαζε, μαζί γυρνούσαμε στο σπίτι. Κουρασμένοι, λερωμένοι. Μ’ αποχωριζόσουν κι έπεφτες σαν άδειο τσουβάλι στη γωνιά. Να φας λίγο ζεστό ψωμί, λίγο σπιτικό φαΐ από κείνη, να στρίψεις ένα τσιγάρο. Να ξεκουραστείς. Και την επαύριο, πάλι τα ίδια, ξανά από την αρχή η ίδια ρουτίνα της βιοπάλης, εσύ κι εγώ.
Ήμουν μαζί σου και στις χαρές. Θυμάσαι; Μαζί ήμαστε στο γάμο της κόρης σου. Δεν είχες μόνο εμένα πια, αλλά την τελευταία στιγμή, εμένα επέλεξες πάλι για να έρθω μαζί σου. Ξέρω, φώναζε εκείνη, αλλά εσύ δεν άκουγες τίποτα. Κι εγώ χάρηκα με την επιλογή σου. Χορεύαμε και γελούσες. Τι ευτυχία για ένα πατέρα, να καλοπαντρεύει τη μονάκριβή του. Έπινες κρασί και σταγόνες, ίδια ρουμπίνια, χύνονταν παντού ολόγυρα πάνω στην έξαψη της χαράς. Πάνω σου, πάνω μου. Δεν είχε σημασία, ήσουν ευτυχισμένος. Ήμουν κι εγώ. Μαζί ρίχναμε τις ντουφεκιές, να ακουστεί σ’ όλη την οικουμένη η χαρά σου.
Ήμουν μαζί σου και στις λύπες. Αρρώστιες, φόβοι, κακοτυχιές, σ’ όλα δε σε συντρόφευσα;  Χάλασε το κορμί μου, στιγματίστηκε. Κάθε στίγμα του, μια χαρά, μια λύπη – κάτι να θυμάσαι, κάτι να θυμάμαι από τις ώρες και τις μέρες που περάσαμε μαζί. Κι από όσα συνέβησαν. Μακάρι να μου ’λεγες τι σκέφτεσαι, τώρα δα…»

- Ήσουν μαζί μου, στα εύκολα και στα δύσκολα. Ξεκίνησα με το τίποτα, ύστερα απέκτησα πρώτα εσένα. Μαζί παλέψαμε, μαζί χαρήκαμε, μαζί πονέσαμε. Μαζί τα χτίσαμε όλα όσα έχω. Κανείς δεν με προστάτευσε και δεν μ’ ακολούθησε, όπως εσύ. Ο χρόνος σε σημάδεψε, χάλασες… πληγώθηκες, μα άντεξες να με συντροφεύεις.
Και σήμερα έμαθα πως περιμένω τον πρώτο μου εγγονό. Θα σε φυλάξω για εκείνον. Άλλη πληγή να μη σ’ εύρει. Μέσα σ’ αυτό το σεντούκι, θα κλείσω εσένα, το παλιό μου, πολύτιμο πουκάμισο. Δε σ’ αποχαιρετώ, είσαι εγώ, είμαι εσύ… μα πια θα σε φυλάξω, θα σε προστατέψω, για να έχει εκείνος αργότερα ένα κομμάτι από εμένα. Θα γίνεις ένα ενθύμιο ζωής. Πάνω σου στίγματα, η κάθε στιγμή που έχω ζήσει. Κληρονομιά. Κάποτε, θα του διηγηθείς κι εσύ την ιστορία του παππού του…



Βραβείο Συμμετοχής


*5ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (2ος κύκλος, TEXNIS STORIES)

Αρχέγονη μάχη

Έσερνε τα βήματά του στο δρόμο.  Άλλη μία μέρα σκληρής δουλειάς ως το βράδυ, άλλη μια μέρα δουλείας για λίγα ευρώ.
Οι αντοχές και η υπομονή του είχαν εξαντληθεί πια. Η συνεχής αναλγησία του κακόψυχου εργοδότη του τον είχε κάνει κουρέλι – και το χειρότερο;  Ήταν αναγκασμένος από τις συνθήκες να τον υποστεί και αύριο… και μεθαύριο. Για λίγα ευρώ. Προσβολές, πίεση, απανθρωπιά. Ατελείωτη σήψη της ψυχής.
Δεν ένιωθε καθόλου καλά σήμερα. Τα κουρασμένα βήματά του τον οδήγησαν σε ένα έρημο παγκάκι. Κανείς γύρω, μόνο εκείνος και οι σκέψεις του. Ένιωσε ξαφνικά τόσο οργισμένος, που η αίσθηση τον συνεπήρε. Κάθισε βαριά στο παγκάκι, κάτω από την κολόνα φωτισμού. Και αφέθηκε σε όσα δεν ήθελε να αφεθεί, αφέθηκε σε σκέψεις που δεν ήθελε να κάνει. Το σκεφτόταν καιρό, αλλά σήμερα ήταν σαν να μπήκαν μονομιάς όλα τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους: ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει, θα ήταν να τον σκοτώσει. Και μετά να σκοτωθεί.  Ο χαμός τους δε θα λυπούσε δα και κανέναν.
Άρχισε να σκέφτεται… να σκέφτεται…  και το βλέμμα του έγινε μολυβένιο και βαρύ, όπως ο ουρανός πριν την καταιγίδα.
Πίσω του και πίσω από το παγκάκι, στον πέτρινο τοίχο που φωτιζόταν από την κολόνα φωτισμού, δυο σκιές αναδύθηκαν από το πουθενά και στάθηκαν δίπλα στη δική του.  Η μία, αγέρωχη, άγγιξε με το χέρι της τη σκιά του στον ώμο και ξεδίπλωσε δυο μεγάλα φτερά: έμοιαζε με άγγελο. Η άλλη, δύσμορφη, ακούμπησε με τη μακριά, αγκαθωτή ουρά της τη σκιά του ανθρώπου που καθόταν στο παγκάκι, στο ύψος της καρδιάς. Έμοιαζε με δράκο αυτή η μορφή; Με κάτι άλλο; Κανείς δε θα μπορούσε να πει με σιγουριά.
Το βλέμμα του ανθρώπου έγινε μοχθηρό.  
Πίσω του, ο άγγελος και ο δράκος σταμάτησαν να ακουμπούν πάνω στη σκιά του. Ήρθαν αντιμέτωποι και ετοιμάστηκαν για μάχη. Ο άγγελος τίναξε τα φτερά του, ο δράκος σήκωσε την ουρά του σαν πελώριο σπαθί. Και η αρχέγονη μάχη ξεκίνησε ξανά, από εκεί ακριβώς όπου είχε σταματήσει.
Εκείνος σκεφτόταν… και οι σκιές πίσω του πάλευαν, μπλέκονταν, αναδιπλώνονταν, συσπειρώνονταν και ορμούσαν η μία στην άλλη ατελεύτητα. Η αιώνια μάχη επικράτησης του κακού έναντι στο καλό, του καλού έναντι στο κακό, μαινόταν πίσω του πάνω στον παλιό τοίχο.
Ο άνθρωπος στο παγκάκι ένιωσε σαν να πνιγόταν και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Συνειδητοποίησε πως δεν άντεχε το βάρος αυτών των σκέψεων, δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δεν μπορούσε να αφαιρέσει τη ζωή από κανέναν. Άρχισε να κλαίει… κι όταν ηρέμησε, αποφάσισε πως όφειλε να αντέξει για άλλη μία φορά, για άλλη μία μέρα. Αποφάσισε να εναντιωθεί στη δυστυχία, αποφάσισε να ψάξει κάπου να βρει ένα φως, αποφάσισε να ξεφύγει από όλο αυτό το σκοτάδι.
Πίσω του, ο δράκος εξαφανίστηκε την ίδια στιγμή, το ίδιο απότομα όπως είχε αναδυθεί. Ο άγγελος πλησίασε τη σκιά του ανθρώπου, τον άγγιξε στους ώμους και με τα δυο του χέρια, τον τύλιξε στιγμιαία με τα φτερά του… κι έπειτα, εξαφανίστηκε κι αυτός.

Πηγές εικόνων: 12345 

"Everything has a reason. Everything on God’ s earth. 
Every moment of every day, the Devil waits for about an instant. 
As it is, it is always been. The Devil’s instant is our eternity".

Reverend Robert Gailen Orison (talking to Agent Scully), X-Files, season 7, episode 7  

"Όλα έχουν κάποιο λόγο. Τα πάντα στη γη του Θεού. 
Κάθε στιγμή κάθε μέρας, ο Διάβολος καραδοκεί για μια στιγμή. 
Έτσι όπως είναι, έτσι ήταν πάντα. 
Η στιγμή του Διαβόλου είναι η αιωνιότητά μας".

Αιδεσιμώτατος Robert Gailen Orison (μιλώντας στην Πράκτορα Σκάλυ), 
X-Files, 7ος κύκλος, επεισόδιο 7 

Βραβείο Συμμετοχής


Photo courtesy of Huffington Post
(edited)

Αυγή


  Μπήκε στο σκοτεινό χώρο νιώθοντας σαν αγριεμένο ζώο. Ανακατεύτηκε με το πλήθος, αγγίζοντας ιδρωμένα κορμιά στο πέρασμά της, αποφεύγοντας μεθυσμένα μάτια. Πέρα από μερικές φευγαλέες ματιές, αφηρημένες, κανείς δεν της έδωσε περισσότερη σημασία. Στα μάτια του κόσμου έδειχνε φυσιολογική, σαν όλους τους άλλους - μέσα της ήταν που άρχιζε να μαίνεται μια θύελλα.
  Ο χώρος γνωστός, ένα στέκι που το ένιωθε πια σαν δεύτερο σπίτι. Το πρόσωπο πίσω από το μπαρ γνωστό κι αυτό, ένας άνθρωπος που πρόσφερε απλόχερα την παρέα του και δυο φιλικές κουβέντες μέσα στα σκοτάδια της νύχτας.
«Καλώς την Αυγή! Κι είχα αρχίσει να βαριέμαι απόψε, χωρίς κάποιον γνωστό εδώ να μιλάμε…»
  Τα μάτια της ήταν σκοτεινά, ανταριασμένα, μα εκείνος δεν το αντιλήφθηκε στο ημίφως. 
«Γεια σου, Χριστόφορε. Λυπάμαι… απόψε βρίσκομαι εδώ όχι για χάρη σου, μα για χάρη δική μου. Για να μπορέσω να είμαι μαζί σου και πάλι από αύριο. Αύριο θα μιλήσουμε. Σήμερα είμαι για μένα… ναι;»
   Ο Χριστόφορος απόρησε, αλλά το βλέμμα της εκλιπαρούσε για ησυχία. Ήθελε να ρωτήσει «Πώς και μόνη απόψε;» αλλά δεν το τόλμησε. Ένας καλός μπάρμαν ξέρει πότε πρέπει να μιλά, και πότε να σωπαίνει.
  Της έβαλε το συνηθισμένο της - ουίσκι με πάγο - και απομακρύνθηκε, χωρίς όμως να πάρει εντελώς τη ματιά του από πάνω της.

  Η Αυγή κάθισε στο ψηλό σκαμπό του μπαρ, μια φιγούρα σοβαρή, μόνη ανάμεσα σε γελαστές παρέες, και έστρεψε την πλάτη της στους θαμώνες. Δεν υπήρχε κανείς για κείνη. Το μόνο που ήθελε ήταν να σκεφτεί, σε ένα χώρο απρόσωπο, ουδέτερο. Μακριά από το σπίτι. 
  Ήπιε την πρώτη γουλιά, άφησε απότομα το ποτήρι και το υγρό στροβιλίστηκε. Το κοίταξε και σαν σε όνειρο, ένιωσε δίπλα της μια παρουσία. Γύρισε για να αντικρίσει ένα νεαρό.
«Γεια σου κούκλα. Μόνη; Να κεράσω ένα…;»
 Το βλέμμα που του έριξε, μίλησε αντί για κείνη. Ο νεαρός έγινε καπνός, ψελλίζοντας ένα «σόρι ρε συ, οκ, φεύγω».
  Έκτοτε, πολλοί την κοίταξαν, κανείς δεν την ενόχλησε. Η γλώσσα του σώματος γίνεται εύκολα κατανοητή, γιατί είναι πανανθρώπινη – κι όποτε οι λέξεις χωλαίνουν, κρύβονται και σωπαίνουν, αυτή συνεχίζει να μιλά, να φωνάζει, να αναλύει και να εξηγεί.

  Ήπιε άλλη μια γουλιά και, ακουμπώντας το ποτήρι στον πάγκο, αφέθηκε στις σκέψεις της. Μεταφέρθηκε μεμιάς ένα χρόνο πριν – τότε που ξεκίνησαν όλα ετούτα ανάμεσά τους.
  Εκείνο το βράδυ είχαν βγει για φαγητό. Μετρούσαν ήδη δυο μήνες σχέσης ως τότε και όλα εκτυλίσσονταν ειδυλλιακά: αμοιβαίο ενδιαφέρον, μοιρασιά, χαρούμενα γέλια, εκδρομές, εκείνος να κρατά το χέρι της, εκείνη να χαϊδεύει τα μαλλιά του, κι ανάμεσά τους αόρατα σχοινιά να δημιουργούν σιγά-σιγά το αίσθημα του ανήκειν.
  Ήταν η ιδανική βραδιά, μέχρι τη στιγμή που εκείνη αποφάσισε να καλέσει το σερβιτόρο για να παραγγείλει και κάτι ακόμη. Το αποτέλεσμα ήταν ένας τρικούβερτος καυγάς μεταξύ τους - ο πρώτος από όσους θα ακολουθούσαν.
«Γιατί δεν μου είπες εμένα τι ήθελες, να το ζητήσω, και φώναξες εσύ το σερβιτόρο; Τι σε έπιασε; Σου αρέσει, ε; Τον έχεις ξαναδεί! Γι’ αυτό και ντύθηκες έτσι…»
  Απέμεινε βουβή αρχικά, σαστισμένη. Έπειτα δικαιολογήθηκε με λόγια αγάπης, τηρώντας ταυτόχρονα μια αμυντική στάση, άγνωστο για ποιο λόγο - ίσως ενστικτωδώς. Κοίταξε τα απλά της ρούχα. Τίποτε το εξεζητημένο, τίποτε το αποκαλυπτικό. Προσπάθησε να τον καθησυχάσει με την αλήθεια της. Ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του, τίποτε άλλο δεν σκεφτόταν πέρα από εκείνον. Έπιασε τον εαυτό της να κολακεύεται από τη ζήλια του. Δεν της άρεσαν οι φωνές, της άρεσαν όμως τα «συγγνώμη» - είναι δύσκολο να ζητάει κανείς συγγνώμη. Κι έτσι, το προσπέρασε.

  Ήπιε άλλη μια γουλιά και θυμήθηκε άλλες εικόνες: καυγάδες, φωνές. Τη μέρα, τη νύχτα. Μέσα στο σπίτι, έξω στο δρόμο. Κάπου στα εκ των υστέρων «σ’ αγαπώ», στα «σε θέλω δική μου» και στις εκ των υστέρων αγκαλιές, κολακεύτηκε ξανά. Πόσο ανόητη, πόσο τυφλή!
  Ο χρόνος κυλούσε. Το σήμερα με λόγια γλυκά, το αύριο με φωνές, το μεθαύριο πάλι με φωνές, μια ολόκληρη βδομάδα με φωνές… κι ύστερα λουλούδια στην αγκαλιά της, ξανά «σ΄αγαπώ», ξανά να κολακεύεται, να την πνίγει η ανάγκη για δικαιολογίες. Για τον εαυτό της, για εκείνον. Μια ατέλειωτη βόλτα με το τρενάκι του παραλόγου, πάνω στις σκουριασμένες ράγες ενός φαύλου κύκλου.

  Θυμήθηκε τότε που δέχτηκε το πρώτο χαστούκι. Σοκαρίστηκε, πόνεσε, θύμωσε, έκλαψε. Έμεινε. Την κράτησαν εκείνα τα «συγγνώμη» και τα «σ΄αγαπώ»; Όχι. Την κράτησε ο δικός της φόβος να μη μείνει μόνη, να μη χάσει κάποιον που νόμιζε ότι ήταν σημαντικός, κάποιον που νόμιζε ότι την αγαπούσε.
 Κι έπειτα, ήρθε εκείνη η κλωτσιά. Επί δυο βδομάδες έκρυβε επιμελώς το αιμάτωμα στο σώμα της. Ώσπου, από μια δική της απροσεξία, το παρατήρησε μια γνωστή της. Δεν είχε πια φίλους, τους είχε διώξει. «Έπεσα από τη σκάλα». Κλισέ, αλλά αναγκαία δικαιολογία. Δεν ήθελε άλλα μπλεξίματα. Δεν ήθελε να εξηγήσει. Δεν ήθελε να τον χάσει.

  Κι αυτός έλεγε ότι δεν ήθελε να τη χάσει. Τον πίστευε.

  Θυμήθηκε εκείνη τη φορά στο δρόμο. Τούφες από τα μαλλιά της στα χέρια του. Περαστικοί να κοιτούν, άπραγοι. «Βοήθεια» φώναζε μια τρομοκρατημένη φωνή κάπου μέσα της. «Γλιτώστε με, δεν υπάρχει κανείς»; Κανείς. Άκουσε έναν περαστικό, θεατή του δράματος, του δικού τους δράματος, να λέει στο διπλανό του: «Άσ’ τους, μη μπλέκεσαι, αυτά είναι δικά τους θέματα, οικογενειακά. Τι μπορείς να κάνεις;». Τα βήματά του καθώς απομακρυνόταν αντηχούσαν στο πεζοδρόμιο, όπως αντηχούσαν οι βρισιές που ξεστόμιζε εκείνος εναντίον της.
  Κανείς.

  Κι εκείνη να θέλει πια να τον χάσει, αλλά να φοβάται τι θα της συμβεί μετά τη φυγή.

 Θυμήθηκε τις στιγμές λίγο πριν έρθει στο μπαρ. Του είχε πει ότι δε θα τον συναντούσε απόψε, θα έμενε στο σπίτι να χαλαρώσει, ήταν κουρασμένη. Άλλη μια νύχτα με δικαιολογίες, άλλη μια ενοχική νύχτα με ποτό και τσιγάρα, άλλη μια ατέλειωτη νύχτα όπου θα έψαχνε το κουράγιο.
  Τα τσιγάρα τέλειωσαν, κι εκείνη βγήκε να αγοράσει. Πριν προλάβει να φτάσει στο περίπτερο, άκουσε ένα αυτοκίνητο να μαρσάρει πίσω της, να έρχεται καταπάνω της στο έρημο στενό. Ήταν εκείνος, την παρακολουθούσε. Αισθανόταν το οργισμένο του βλέμμα να την καρφώνει σαν μαχαιριά, η σιγουριά του ότι του είχε πει ψέματα ήταν σχεδόν απτή. 
 Πετάχτηκε στο πλάι, δευτερόλεπτα πριν έρθει για κείνη η – πολυπόθητη, άραγε;- λύτρωση. Τον απέφυγε. Ένα θηρίο με τέσσερις ρόδες και με ένα άλλο θηρίο για οδηγό, πέρασε δίπλα της σαν σίφουνας. Τον παρακολούθησε να χάνεται στη στροφή, κι έπειτα άρχισε να τρέχει, στην αρχή σιγά και έπειτα όλο και πιο γρήγορα, με κατεύθυνση προς το μπαρ.  

 Ήπιε άλλη μια γουλιά και είδε τον εαυτό της στο μετά. Φωνές, μελανιές, «συγγνώμη», φωνές, χτυπήματα, γρατσουνιές, «σ΄αγαπώ, δεν το ξέρεις;». Σπασμένο χέρι, τσακισμένα φτερά. Φόβος, παραίτηση, ενοχή. Ένα παιδικό χέρι να της τραβάει τη φούστα, γιατί φοβάται να κλάψει, να μιλήσει, να γελάσει, φοβάται τις συνέπειες, φοβάται για το ίδιο και για τη μαμά του.

  Όχι.
  Όχι πια.
  Όχι άλλο.

  Το αποψινό βράδυ σκοπεύει να το εκμεταλλευτεί για να σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους. Όχι του δικού της τέλους, απλά, του τέλους. Εδώ. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια, στέρεψε η ψυχή της. 
  Βάζει η ίδια τον εαυτό της κάτω τώρα, τον στήνει στον τοίχο, τον αναγκάζει να δει την τοξικότητα της κατάστασης, την αρρώστια. Πρέπει. Πρέπει να πάψει πια να αποστρέφει το βλέμμα της, «εν ονόματι». Ποια αγάπη; Ποιες δικαιολογίες και για ποιον; «Ποια είσαι; Τι ζητάς; Ανόητη, σε ποια χίμαιρα πιστεύεις;»

  Όχι.
  Όχι πια.
  Όχι άλλο.

  Ο Χριστόφορος την πλησιάζει. Η ώρα περασμένη, το μπαράκι έχει αδειάσει προ πολλού. Εκείνη δεν το ξέρει, δεν το παρατήρησε: βρίσκεται στο χώρο, και ταυτόχρονα δεν είναι.
  Δίνεται μια μάχη εδώ απόψε, το γνωρίζει καλά ο Χριστόφορος. Το έχει ξαναδεί σ’ αυτή τη δουλειά, το έχει παρατηρήσει να συμβαίνει και σε άλλους ανθρώπους, που κουβαλούν άλλες ιστορίες και αναμετρούνται με τους δικούς τους δαίμονες μέσα στη σκοτεινιά.

  Η Αυγή νιώθει πάνω στο χέρι της το άγγιγμά του. Το βλέμμα της ξεθολώνει, επανέρχεται στο χώρο και στο χρόνο. Το άγγιγμά του είναι ελαφρύ, καθησυχαστικό και ταυτόχρονα κάπως ανήσυχο.
«Αυγή; Ξημερώνει… μείναμε εσύ κι εγώ, πρέπει να κλείσω. Είσαι καλά; Αυγή;»
  Σωπαίνει για δυο στιγμές. Κι ύστερα, τον κοιτάζει με ένα απροσδιόριστο βλέμμα.
«Ναι, είμαι καλά… Σε ευχαριστώ. Ξημερώνει είπες, ε; Η νύχτα τελειώνει… Η αυγή πάντοτε διώχνει το σκοτάδι, Χριστόφορε».
 Τι περίμενε από αυτόν να της απαντήσει; Ο Χριστόφορος δεν ήξερε. Πριν προλάβει να διαλέξει τα λόγια του, η Αυγή μίλησε πάλι.
«Η Αυγή θα το διώξει το σκοτάδι… Θα τα πούμε, Χριστόφορε. Την επόμενη φορά σου υπόσχομαι να είμαι καλύτερη παρέα». 

  Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο μπαρ και κατευθύνθηκε ήρεμα πια, προς την έξοδο. Έξω είχε αρχίσει να χαράζει, κι ένα γλυκό ρόδινο φως απλωνόταν στον ορίζοντα.
«Καλή μέρα να ’χεις, Αυγή!» της είπε ο Χριστόφορος. «Και να προσέχεις…»

 Τα λόγια του αιωρήθηκαν για λίγο στον ερημωμένο πια χώρο, κι έπειτα, αντηχώντας, ακολούθησαν την κοπέλα, την ώρα ακριβώς που εκείνη ενωνόταν με το ρόδινο λυκαυγές. 




Ο αγέλαστος άνθρωπος

πηγή εικόνας: google - επεξεργασία δική μου


Για κείνον ακούγονταν πολλά, και πολλές φορές οι άνθρωποι συζητούσαν γι΄αυτόν πίσω από την πλάτη του. Ένα από όλα αυτά, όμως, ήταν σίγουρα αλήθεια: δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στη γειτονιά, ίσως και στην πόλη ολόκληρη, ίσως και στη χώρα ολόκληρη, τόσο αγέλαστος όσο αυτός.

Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Τη νύχτα που η γυναίκα του κι εκείνος στάθηκαν απέναντι, έχοντας ανάμεσά τους μια και μοναδική λέξη να αιωρείται στον αέρα, σαν μαχαιριά - «Διαζύγιο», του είχε πει - ένα μαύρο πέπλο απλώθηκε μπροστά στα μάτια του και έκρυψε το φως. Το πέπλο μεγάλωσε, απλώθηκε ως την ψυχή του, απομυζώντας κάθε χαρά στο διάβα του. Δε μπορούσε καν να φέρει στο νου του την εποχή που ήταν διαφορετικός, καλύτερος, χαρούμενος. Το μόνο που θυμόταν ήταν η λέξη-μαχαιριά που ήρθε από το πουθενά, κι ο μετέπειτα πόνος· η εγκατάλειψη. Δεν έφταιγε σε τίποτα· απλώς δεν είχε αγαπηθεί όσο είχε αγαπήσει, κι η σχέση τους είχε προ πολλού ξεπεράσει την ημερομηνία λήξης, που εκείνη είχε εξαρχής ορίσει και είχε αμελήσει να του το πει.
Έκτοτε, αφιερώθηκε σε δυο πράγματα: στη μαγειρική, την οποία λάτρευε και αποτελούσε την κύρια ενασχόλησή του στις μοναχικές ώρες που βρισκόταν στο σπίτι, και στην επιχείρηση που είχε από κοινού με τον αδελφό του· μια πιτσαρία. Η επιχείρηση πήγαινε καλά, δεν είχε παράπονο. Στην ουσία δε χρειαζόταν καν να εργάζεται εκεί – αλλά τι άλλο να έκανε; Κάθε βραδάκι, λοιπόν, πήγαινε με το κόκκινο μηχανάκι του στο μαγαζί, στερέωνε πάνω του το κουτί των παραγγελιών και πήγαινε μερικές από τις παραγγελίες στον προορισμό τους. Το έκανε έλεγε για να ελαφραίνει λίγο το παιδί που είχαν στο μαγαζί, να μην αγχώνεται και τρέχει του σκοτωμού για να τις προλάβει όλες στην ώρα τους. Μα η αλήθεια ήταν άλλη: όταν οδηγούσε το μηχανάκι του, οργώνοντας τους δρόμους με ταχύτητα, κάνοντας ελιγμούς, απλά δε σκεφτόταν.
Παρέδιδε τις παραγγελίες πάντοτε αγέλαστος. Δεν τα πήγαινε πια καλά με τους ανθρώπους, ήταν κλειστός και πάντοτε συγκρατημένος. Ορισμένοι πελάτες τον κοιτούσαν με απορία, αλλά όχι για πολύ. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν κανένας γνωστός τους για να νοιαστούν, κι από την άλλη, ποιος δεν ήταν κάπως αγέλαστος στις μέρες μας; Ανασήκωναν τους ώμους τους, έπαιρναν την παραγγελία, έκλειναν την πόρτα τους και το επόμενο δευτερόλεπτο, ο αγέλαστος άνθρωπος - που τον έλεγαν Βασίλη - είχε ήδη ξεχαστεί.

Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, ο Βασίλης πήγε νωρίτερα από ό,τι συνήθιζε στο μαγαζί. Είχε αγώνα γύρω στις οχτώ, κι από την εμπειρία τους αυτό σήμαινε ότι θα είχαν αρκετή δουλειά στην πιτσαρία αμέσως πριν την έναρξη του αγώνα, και πολύ λιγότερη δουλειά μετά που ο αγώνας θα τελείωνε. Χαιρέτησε μ΄ ένα νεύμα τον αδελφό του που ετοίμαζε μια πίτσα πίσω από το πάσο, κι έπειτα βγήκε πάλι έξω. Έδεσε το κουτί στο μηχανάκι, σκυφτός, βλοσυρός, κουκουλωμένος ως επάνω με το χοντρό μπουφάν του. Η νύχτα ήταν κρύα. Ο ντελιβεράς που δούλευε στο μαγαζί είχε ήδη φύγει, για να παραδώσει μια μακρινή παραγγελία.
«Ρε συ, Μπίλη, ξέρεις κατά πού πέφτει η Ηροδότου;» τον ρώτησε ο αδελφός του με το που μπήκε ξανά στο μαγαζί. «Έχω μια παραγγελία, Ηροδότου 23 μου είπαν».
«Νομίζω ότι είναι κάπου στα περίχωρα της πόλης», του απάντησε. «Αν θυμάμαι καλά, ανατολικά, στην περιοχή πίσω από το στρατόπεδο. Είναι ήδη έτοιμη;»
«Ναι, ρε συ… κι ο Κώστας δεν έχει γυρίσει ακόμα από την προηγούμενη παραγγελία…»
«Φέρ΄την· θα την πάω εγώ».
Οδηγώντας, προσπερνώντας με ταχύτητα ανθρώπους, αυτοκίνητα, σπίτια, καταστήματα, την ίδια τη ζωή της πόλης, προσπαθούσε να θυμηθεί πού ακριβώς βρισκόταν ο δρόμος. Έφτασε στην περιοχή, πέρασε τα τελευταία φανάρια, έστριψε πίσω από το στρατόπεδο, έψαξε, δεν τον βρήκε. Πάνω που σκεφτόταν να ρωτήσει, έστριψε ξανά και είδε την πινακίδα, καρφωμένη πάνω στον τοίχο ενός σπιτιού: Ηροδότου.
Χτύπησε το κουδούνι στη μονοκατοικία με τον αριθμό 23 και του άνοιξε μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά και ήρεμο, γλυκό πρόσωπο.
«Καλησπέρα… η παραγγελία σας».
Η γυναίκα κοίταξε τον αγέλαστο άνθρωπο, πήρε το τετράγωνο κουτί που της έτεινε, πλήρωσε. Έπειτα, του χαμογέλασε.
«Ευχαριστώ… κρατήστε τα ρέστα».
Ο Βασίλης δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δεν ήξερε πώς να το κάνει. Έγνεψε για ευχαριστώ, έκανε μεταβολή και πήγε να φύγει.
«Μισό λεπτό… περιμένετε. Είστε καλά, όλα καλά;»
Σταμάτησε.
«Συγνώμη· δε θέλω να γίνω αδιάκριτη. Μα… κάτι σας συμβαίνει, το βλέπω. Το διαισθάνομαι. Δεν έχω ξαναδεί κάποιον που να του λείπει τόσο πολύ το χαμόγελο… Είμαστε άνθρωποι· μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;»
Η μορφή της ήταν τόσο ήρεμη, τόσο γλυκιά και πονετική… Ο Βασίλης έπιασε τον εαυτό του να της απαντάει με ειλικρίνεια, πριν καν προλάβει να ελέγξει τις αντιδράσεις του. 
«Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει».
«Μην το λες αυτό» του αντιγύρισε. «Πάντα κάποιος μπορεί να βοηθήσει κάποιον, αρκεί να το θέλουν και οι δυο πλευρές: η μία να θέλει να δώσει τη βοήθεια, κι η άλλη να θέλει να τη δεχτεί…»
Ο Βασίλης στεκόταν, μην ξέροντας τι να πει.
«Τι εννοείς;»
«Άσε με να σε βοηθήσω», του είπε. «Αλλά θα το κάνω με τον τρόπο μου. Θα με εμπιστευτείς; Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
Ο Βασίλης έγνεψε «ναι», σαν σε όνειρο.
«Δουλεύεις ντελίβερι, οπότε αυτό που θα σου ζητήσω δε θα είναι εντελώς έξω από τα νερά σου. Θα μάθεις κάτι από αυτό, όμως. Ελπίζω. Θέλω να μεταφέρεις και να παραδώσεις για μένα τρία δέματα, σε τρεις διαφορετικούς παραλήπτες. Απόψε τη νύχτα. Ξεκινώντας από τώρα. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Σου ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό, σε ό,τι έχεις εσύ ιερό, πως δεν πρόκειται για κάτι παράνομο· δεν είναι ναρκωτικά, ούτε κλοπιμαία. Θα σου πω δυο λόγια για τα δέματα, αν θέλεις, δεν μπορώ όμως να σου δείξω το περιεχόμενό τους – όχι πριν φτάσει η ώρα του να το δεις».
Ο Βασίλης κάτι πήγε να πει, έπειτα σώπασε. Τι να πει; Τι θα έλεγε κάθε λογικός άνθρωπος; Κοίταξε τα μάτια της... έψαξε, προσπάθησε να βρει την παγίδα. Δε βρήκε τίποτα. Έγνεψε πάλι «ναι», σχεδόν ασυναίσθητα, και ταυτόχρονα σκέφτηκε μέσα του πως πρέπει να είχε τρελαθεί.
Εκείνη χαμογέλασε ξανά, έπειτα πήγε μέσα στο σπίτι και έφερε πίσω τρία μικρά πακέτα, τυλιγμένα σε καφέ χαρτί. Κάθε ένα έγραφε απέξω μία διεύθυνση με όμορφα, στρωτά, καλλιγραφικά γράμματα. Του τα έδωσε.
«Το πρώτο δέμα περιέχει κάτι που βρέθηκε στο δρόμο, κάπου κοντά σε ένα σπίτι. Το δεύτερο περιέχει κάτι που βρέθηκε δίπλα σε μια παιδική χαρά. Και το τρίτο… λοιπόν, το τρίτο δέμα είναι ιδιαίτερο· γι΄αυτό κι εγώ θα αφήσω πάνω σου τον τρόπο με τον οποίο θα το χειριστείς. Δείξε μου εμπιστοσύνη… αφέσου… και ξεκίνα».
Ο Βασίλης έλεγξε τις διευθύνσεις, τοποθέτησε με τη σειρά τα τρία δέματα στο κουτί των παραγγελιών, έβαλε μπρος το μηχανάκι κι έφυγε. Στη διαδρομή ένιωθε ότι έκανε κάτι απόλυτα σωστό… και ταυτόχρονα, η λογική του τού φώναζε πως όλο αυτό ήταν απόλυτα λάθος. Η πρώτη διεύθυνση ήταν όμως αρκετά κοντά, και πηγαίνοντας, ίσως να μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τι από τα δύο ίσχυε τελικά.

Έφτασε στην πρώτη διεύθυνση, άνοιξε το κουτί των παραγγελιών, πήρε στα χέρια του το πρώτο δέμα και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε ένας άνδρας, περίπου στην ίδια ηλικία μ΄εκείνον.
«Καλησπέρα, έχω ένα δέμα για σας» του είπε.
Ο άλλος τον κοίταξε απορημένος.
«Για μένα; Είστε σίγουρος; Δεν περιμένω κάτι…»
«Ναι, είναι για σας».
Ο άνδρας το πήρε και χωρίς να το πολυσκεφτεί, έσκισε το χαρτί και το άνοιξε επιτόπου. Κοίταξε το περιεχόμενό του, έπειτα τον αγέλαστο άνθρωπο, έπειτα ξανά το περιεχόμενο. Κι άρχισε να κλαίει.
Έβγαλε μια φωτογραφία από μέσα, παλιά· του την έδειξε. Δυο άνθρωποι στέκονταν αγκαλιά και χαμογελούσαν στο φακό· ένας πατέρας, κι ένα μικρό παιδί – ο γιος του.
«Πού τη βρήκες; Πού; Νόμιζα ότι την είχα χάσει για πάντα…» ο άνδρας έκλαιγε, αλλά όχι από λύπη. Έκλαιγε από ανακούφιση. Έκλαιγε και γελούσε μαζί.
«Στο δρόμο, κοντά σ΄ένα σπίτι…» θυμήθηκε ο Βασίλης τα λόγια της. Κι έπειτα, ξαφνικά και απροειδοποίητα, βρέθηκε στην αγκαλιά του άνδρα.
«Να είσαι καλά, άνθρωπέ μου, για το καλό που μου έκανες! Αυτή η φωτογραφία είναι η μοναδική που μου είχε απομείνει από το συγχωρεμένο τον πατέρα μου. Πριν λίγο καιρό, μπήκαν διαρρήκτες στο σπίτι μας. Ανακάτεψαν τα πάντα, πήραν πράγματα. Έψαξα σαν τρελός, μα τη φωτογραφία αυτή δεν την βρήκα πουθενά! Πίστεψέ με, δε στενοχωρήθηκα για τίποτε από όλα όσα έκλεψαν, κι ας ήταν αξίας· γι΄αυτή τη φωτογραφία, όμως… τι να σου πω. Να είσαι καλά! Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω! Πέρασε μέσα, να σου βάλω ένα κρασί, να καθίσεις να φας μαζί μας. Θα πω στη γυναίκα μου να ετοιμάσει ό,τι ζητάει η ψυχή σου!»
Κάτι μέσα στο Βασίλη αναδεύτηκε, περιστράφηκε, υποχώρησε. «Όχι, σε ευχαριστώ, έχω κι άλλα δέματα να παραδώσω…» ψέλλισε. «Άλλη φορά».
«Καταλαβαίνω! Μα να ξέρεις πως, αν και όποτε σε φέρει ξανά ο δρόμος προς τα εδώ, η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα». Ο άνδρας του χαμογέλασε εγκάρδια. «Μην το ξεχάσεις! Θα σε περιμένω…» 
Ο Βασίλης σκέφτηκε πως θα ήταν ωραία αν μπορούσε να του χαμογελάσει κι εκείνος. Δοκίμασε, μα δεν το κατάφερε. Χαιρέτησε, καβάλησε το μηχανάκι του κι έφυγε ολοταχώς για τη δεύτερη διεύθυνση.

Έφτασε σε ένα περιποιημένο διώροφο σπίτι και χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε ένα μικρό παιδί, το οποίο φορούσε τις πιτζάμες του και ήταν πασαλειμμένο γύρω από τα χείλη του με σοκολάτα. Πίσω του ακολουθούσε η μαμά του, φορώντας τις πιτζάμες της κι αυτή.
«Γεια σας, έχω ένα δέμα για σας…»
Η γυναίκα το πήρε και το άνοιξε με απορία. Ο μικρός στεκόταν δίπλα της. Γύρισε χαρούμενη και του έδειξε το περιεχόμενο: «Ε, λοιπόν, είσαι πολύ τυχερός, μικρούλη! Αυτό το δέμα δεν ήταν τελικά για μένα… κοίτα!»
Ο μικρός έριξε μια ματιά και το προσωπάκι του φωτίστηκε μονομιάς. Τράβηξε έξω από το δέμα ένα μικρό αρκουδάκι, κι έπειτα άφησε μια τσιρίδα:
«Ο Μπούμπης μουυυυυυ!! Πού το βρήκες, κύριε; Σ΄ευχαριστώ!!»
Η μαμά του κοίταξε ερωτηματικά το Βασίλη. «Στην παιδική χαρά…» της είπε αυτός.
«Το χάσαμε σήμερα το μεσημέρι! Πρέπει να του έπεσε φεύγοντας από τις κούνιες… Δεν το πιστεύω ότι το βρήκατε! Ετοιμαζόμουν να βάλω τον μικρό για ύπνο και χωρίς το αρκουδάκι του δεν κοιμάται ποτέ… αναρωτιόμουν τι θα κάναμε απόψε! Ευχαριστούμε πολύ που μας το φέρατε. Μα, πώς ξέρατε αλήθεια σε ποια διεύθυνση να το φέρετε;»
«Ρώτησα στην παιδική χαρά και έτυχε να βρω κάποια γνωστή σας εκεί. Το γνώρισε το αρκουδάκι. Εκείνη μου είπε πού μένετε», είπε ψέματα ο Βασίλης. Τι να ’λεγε;
Η μητέρα κάτι πήγε να πει, αλλά ο μικρός τη διέκοψε:
«Κύριε! Περίμενε! Μη φύγεις!»
Ο μικρούλης χώθηκε μέσα στο σπίτι και επέστρεψε περιχαρής, κρατώντας μια μισοδαγκωμένη σοκολάτα.
«Για σένα, κύριε!» του είπε και άπλωσε το μικρό χεράκι. «Η μαμά μου λέει πως δεν πρέπει να μοιραζόμαστε με τους άλλους το φαγητό μας, ειδικά αν το έχουμε δαγκώσει πριν. Κι εγώ τη δάγκωσα τη σοκολάτα μου… αλλά μόνο από αυτή τη μεριά, την πάνω. Αν τη δαγκώσεις εσύ από κάτω, δε θα πάθεις τίποτα - εκεί δεν την ακούμπησα! Πάρ’ την, κύριε!»
Τα μάτια του παιδιού ήταν τόσο χαρούμενα και τόσο πηγαία αθώα, που κάτι μέσα στο Βασίλη ρίγησε και ράγισε. Ο μικρός του έσκασε ένα φωτεινό, λαμπερό χαμόγελο… και ο Βασίλης χαμογέλασε κι αυτός.
Χαμογέλασε!
Έπειτα από έντεκα ολόκληρα χρόνια… επιτέλους, χαμογέλασε. Όταν συνειδητοποίησε τι ακριβώς του συνέβαινε, γέλασε πάλι - πιο αβίαστα αυτή τη φορά. Πήρε τη δαγκωμένη σοκολάτα, καληνύχτισε, και ξεκίνησε για να παραδώσει το τρίτο του δέμα.

Έφτασε σ΄ένα παλιό σπίτι, χαμηλό και αφρόντιστο. Κάποτε ήταν όμορφα βαμμένο, μα τώρα το χρώμα είχε ξεφτίσει και σε μερικά σημεία οι σοβάδες έπεφταν από τους τοίχους. Η λάμπα στο φως της εισόδου έλειπε. Χτύπησε στα σκοτεινά την παλιά ξύλινη πόρτα, μα δεν του άνοιξε κανείς. Ξαναχτύπησε και άκουσε από μέσα κάτι σαν βογκητό. Κι έπειτα, ακούστηκε υπόκωφα η τρεμουλιαστή φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας.
«Ποιος είναι; Δεν μπορώ να σηκωθώ… Αν είσαι κλέφτης, ατύχησες – κάνε μεταβολή και φύγε. Δεν έχω τίποτα να πάρεις. Αν ήρθες για παρέα, όμως, κόπιασε».
Ο Βασίλης άνοιξε την παλιά πόρτα και μπήκε (αγέλαστος πάλι· οι παλιές, κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα). Βρήκε σε ένα μικρό δωμάτιο μια ξαπλωμένη γυναίκα, κουκουλωμένη μες στα σκεπάσματα. Δίπλα της, ένα μικρό πορτατίφ έριχνε άτολμα το χαμηλό του φως στους τοίχους.
«Γεια σας, έχω ένα δέμα για σας», είπε και ξαφνικά ανατρίχιασε. Έκανε φοβερό κρύο στο χώρο.
«Για μένα, παιδάκι μου; Φάρσα θα σου έκαναν… Ποιος θα μου έστελνε εμένα κάτι; Τέλος πάντων… δώσ’ μου να το δω».
Η ηλικιωμένη το πήρε, έσκισε το καφέ χαρτί, είδε τι είχε μέσα, τον κοίταξε.
«Σου το΄πα: φάρσα σου έκαναν, παιδάκι μου. Δεν έχει τίποτα μέσα. Κρίμα που μπήκες στον κόπο…»
Ο Βασίλης απόρησε, μπερδεύτηκε, δεν κατάλαβε. Θυμήθηκε τα λόγια της γυναίκας με το γλυκό πρόσωπο: «Το τρίτο δέμα είναι ιδιαίτερο… γι΄αυτό κι εγώ θα αφήσω πάνω σου τον τρόπο με τον οποίο θα το χειριστείς».
«Γιαγιά, μάλλον μου έκαναν πλάκα» της είπε. «Μα μιας και ήρθα εδώ, θέλεις να σου κάνω κάτι; Να σε βοηθήσω σε κάτι; Κάνει φοβερό κρύο εδώ μέσα… πώς κάθεσαι, πώς αντέχεις; Μόνη σου μένεις;»
Η γιαγιά του εξήγησε πως έμενε μόνη. Τα παιδιά της ήταν παντρεμένα και ζούσαν μακριά, δεν μπορούσαν να έρχονται συχνά για να τη δουν. Και η ίδια, λόγω μιας πάθησής της, είχε απομείνει σχεδόν κατάκοιτη.
«Τι τα θες… η ζωή έχει τα δώρα της για όλους μας, παιδί μου. Εγώ έλαβα αρκετά όμορφα δώρα από αυτήν, ήταν καιρός να λάβω και κανένα άσχημο. Δεν πειράζει. Έρχονται μερικές γειτόνισσες από τη γειτονιά πού και πού, μου φέρνουν κανένα πιάτο φαΐ, καθαρίζουν λιγάκι, ανάβουν τη σόμπα, μου κάνουν παρέα. Σήμερα όλη μέρα δεν φάνηκε κανείς, αλλά εγώ ποτέ δεν απελπίζομαι. Ορίστε, νύχτωσε, δεν περίμενα πια κανέναν – κι όμως, ο καλός Θεός μου έστειλε εσένα, είπαμε ένα γεια… Όλα καλά, λοιπόν, κι αύριο έχει ο Θεός και πάλι».
Ο Βασίλης τη λυπήθηκε. Η δουλειά που είχε έρθει να κάνει είχε γίνει, το δέμα είχε δοθεί, μα δεν ήθελε να φύγει και να την αφήσει έτσι. Έφερε ξύλα, άναψε την παλιά ξυλόσομπα και ο χώρος άρχισε να ζεσταίνει. Συγύρισε λίγο, έψαξε στο ψυγείο. Περιείχε λίγα πράγματα, απλά, μπορούσε να της μαγειρέψει όμως κάτι με αυτά. Ετοίμασε κάτι πρόχειρο, της το έφερε, τη βοήθησε να φάει.
Όσο εκείνη έτρωγε, συζητούσαν. Η γυναίκα του έλεγε ιστορίες από τη νιότη της, από τον συγχωρεμένο το σύζυγό της και από τη γνωριμία τους, πασπαλισμένες με άφθονη δόση χιούμορ. Ο Βασίλης άκουγε με προσοχή τα λεγόμενά της και χαμογελούσε κάθε τόσο, χωρίς καν να συνειδητοποιεί πως το έκανε. Του περιέγραψε τον πρώτο τους χορό· εκείνος χόρευε αδέξια τότε, του είπε, και την είχε τσαλαπατήσει δεκάδες φορές μέσα σ΄ένα βράδυ – κι ενώ θα έπρεπε να του έχει θυμώσει γι΄αυτό, εκείνη το βρήκε τόσο χαριτωμένο, που τελικά τον ερωτεύτηκε…
Κάποια στιγμή, του ζήτησε να φέρει το παλιό άλμπουμ με τις φωτογραφίες τους από το συρτάρι. Κάθισαν στο χαμηλό κρεβάτι και τις είδαν μαζί.
Όταν σηκώθηκε να φύγει, η ώρα ήταν αρκετά περασμένη. Έπρεπε να την αφήσει να ξεκουραστεί.
«Να σ’ έχει ο Θεός καλά, γιε μου», του είπε. «Χαίρομαι που σε έφερε ο δρόμος σου εδώ… με φρόντισες, περάσαμε όμορφα. Σε ευχαριστώ. Αν και στην αρχή μου ήρθες σοβαρός-σοβαρός, τελικά τα κατάφερα, σε έκανα να χαμογελάσεις. Είναι μια νίκη κι αυτό… Απόψε θα κοιμηθώ ήσυχη, χαρούμενη. Και ζεστή!»
Ο Βασίλης την καληνύχτισε και βγήκε από το σπίτι. Κοντοστάθηκε στα σκοτεινά, πλάι στην παλιά, ξύλινη πόρτα και σκέφτηκε πως ένιωθε πλήρης. Και για πρώτη φορά, χαρούμενος. Ήταν ένα περίεργο βράδυ, αλλά αισθανόταν όμορφα. Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και με το αγγελικό πρόσωπο είχε δίκιο· είχε μάθει πολλά. Χαμογέλασε μες στη νύχτα, και…

… ξύπνησε σε ένα δωμάτιο, άγνωστό του. Ήταν πρωί, το ηλιόφως που έμπαινε από το μεγάλο παράθυρο τον τύφλωσε. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε πως βρισκόταν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Βόγκηξε.
«Μπίλη; Ξύπνησες; Με κατατρόμαξες, μεγάλε! Πώς νιώθεις;» Ο αδελφός του πετάχτηκε από την καρέκλα όπου καθόταν και στάθηκε όρθιος δίπλα από το κρεβάτι του.
Κοίταξε πλάι του. Στο διπλανό κρεβάτι βρισκόταν η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και το γλυκό πρόσωπο, εμφανώς ταλαιπωρημένη.
«Εσύ; Τι κάνεις εδώ; Πού είμαστε;»
Εκείνη χαμογέλασε.
«Καλώς ήρθες πίσω, αγαπητέ! Όσο για μένα, ήμουν εδώ πολύ πριν έρθεις εσύ…»
Ο Βασίλης κοίταξε απορημένος τον αδελφό του.
«Μπίλη, τράκαρες αγόρι μου. Σε χτύπησε ένα αυτοκίνητο την ώρα που πήγαινες εκείνη την παραγγελία στην Ηροδότου – θυμάσαι; Δεν έφτασες ποτέ εκεί… σε φέρανε εδώ και με ειδοποίησαν. Ευτυχώς δεν έπαθες κάτι σοβαρό· είσαι καλά, θα γίνεις καλά».
Ο Βασίλης σκέφτηκε λίγο: τα τρία δέματα, οι τρεις διευθύνσεις, οι τρεις παραλήπτες…
«Αδερφέ, πάω στο κυλικείο, να σου φέρω κανέναν χυμό. Θέλεις; Είπαν ότι μπορείς να πιεις. Έρχομαι».
Ο Βασίλης έγνεψε «ναι». Το κεφάλι του πονούσε.
Μόλις έφυγε από το δωμάτιο ο αδελφός του, ο Βασίλης στράφηκε και κοίταξε ερωτηματικά τη γυναίκα με το γλυκό πρόσωπο.
«Είχες ένα περίεργο βράδυ, Βασίλη», του είπε εκείνη χαμογελώντας. «Πολύτιμο, ελπίζω… Τώρα ήρθε η ώρα να αξιοποιήσεις όσα έμαθες. Η μέρα είναι υπέροχη, φωτεινή. Μια καλή μέρα για να ξεκινήσει κανείς από την αρχή, δε βρίσκεις;»
Εκείνος σκέφτηκε για λίγο την απάντησή του. Μη βρίσκοντας καμιά κατάλληλη, σώπασε. Και προτίμησε να χαμογελάσει.
 «Έτσι σε θέλω!»
«Αναρωτιέμαι…» της είπε έπειτα από λίγο. «Αν κατάφερνα τελικά να βρω χθες την Ηροδότου, θα ερχόμουν πράγματι στο σπίτι σου;»
Τον κοίταξε πονηρά. «Εσύ τι λες;» Του έκλεισε χαμογελώντας το μάτι, άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι της και ετοιμάστηκε να κοιμηθεί.
Ο Βασίλης χαμογέλασε κι αυτός και κοίταξε το ταβάνι. Μέσα σε μια νύχτα - άγνωστο πώς στους περισσότερους, αλλά γνωστό σ΄ εκείνον - είχε μάθει πώς να γελάει ξανά, είχε μάθει τι σημαίνει να εμπιστεύεσαι κάποιον, είχε μάθει τι σημαίνει να δίνεις και να παίρνεις χαρά.
 Σκέφτηκε τα επόμενά του βήματα και χαμογέλασε πάλι. Όταν ο αδελφός του επέστρεψε στο δωμάτιο, τον βρήκε να χαμογελά και του φάνηκε απίστευτα περίεργο. Δεν είπε τίποτα, αλλά κατά βάθος θεώρησε πως είχε γίνει θαύμα. Ο αδελφός του, αν και χτυπημένος, ήταν γαλήνιος και η σκοτεινιά είχε φύγει εντελώς από το βλέμμα του.

Ένα χρόνο μετά

Βγαίνοντας από το νοσοκομείο ένα χρόνο πριν, ο Βασίλης είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του και ήξερε ποια ήθελε να είναι τα επόμενά του βήματα.
Πρώτα από όλα αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο με την μεγάλη του αγάπη, κι έτσι ξεκίνησε μαθήματα μαγειρικής. Ήταν καλός, μα ήθελε να γίνει καλύτερος.
Στη σχολή, οι καθηγητές και οι συμμαθητές του μιλούσαν γι΄αυτόν με τα καλύτερα λόγια. Είχε μια καλή κουβέντα για όλους, ήταν ήρεμος, κι όταν μαγείρευε χαμογελούσε και πάντα σιγοσφύριζε κάποιον αγαπημένο σκοπό.
Παράλληλα, ο Βασίλης επικοινώνησε με ένα σύλλογο που βοηθούσε άπορα και ηλικιωμένα άτομα και προσφέρθηκε εθελοντικά για βοήθεια. Όταν τον ρώτησαν τι θα μπορούσε να κάνει, είχε ήδη έτοιμη την απάντηση: ήθελε να μαγειρεύει σε μεγάλες ποσότητες, κι έπειτα να μοιράζει το φαγητό στους ανθρώπους που το είχαν ανάγκη. Όσοι είχαν προβλήματα υγείας και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, θα τους το πήγαινε ο ίδιος στο σπίτι τους με το μηχανάκι του, κάθε μέρα.
Οι υπεύθυνοι θεώρησαν ότι ο Βασίλης ήταν κάτι σαν άγγελος σταλμένος από τον ουρανό, και δέχτηκαν αμέσως.
Κι έτσι, ο αγέλαστος άνθρωπος - που δεν ήταν αγέλαστος πια - καθημερινά μαγείρευε νόστιμα φαγητά, χαμογελώντας και σφυρίζοντας αγαπημένους σκοπούς, και τα μοίραζε σε δεκάδες ανθρώπους. Οι ηλικιωμένοι που δυσκολεύονταν να μετακινηθούν τον περίμεναν καθημερινά στα σπίτια τους, να τους φέρει το φαγητό τους, να πούνε ένα «γεια», να ανταλλάξουν δυο κουβέντες.

Για κείνον ακούγονταν πολλά, και πολλές φορές οι άνθρωποι συζητούσαν γι΄αυτόν πίσω από την πλάτη του. Τα περισσότερα από όλα αυτά, ήταν σίγουρα αλήθεια: δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στη γειτονιά, ίσως και στην πόλη ολόκληρη, ίσως και στη χώρα ολόκληρη, τόσο γελαστός, χαρούμενος και συμπονετικός, όσο αυτός.



* 6ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (mytripsonblog)


Λύτρωση

Katie O'Hagan - Life raft
(via - © Katie O' Hagan) 


Εδώ και 40 χρόνια την ετοίμαζε. Κάθε νύχτα. Ξύλο το ξύλο, σχοινί το σχοινί, μέσα στο ίδιο δωμάτιο με εκείνον, αλλά μόνη μέσα στο δικό της όνειρο, η Μερόπη ένωνε ένα-ένα τα κομμάτια και έφτιαχνε τη σχεδία που θα της έδινε επιτέλους τη δυνατότητα διαφυγής. Κοιμόταν εκείνος, κοιμόταν κι εκείνη· μα στο όνειρό της μοχθούσε, κι αγωνιζόταν για ένα σκοπό ιερό.
Από τα είκοσί της παντρεμένη με έναν άνθρωπο που δεν τη νοιάστηκε ποτέ, ζούσε στο μικρό, ακριτικό νησί, μαζί με μια φούχτα άλλους κατοίκους. Από τη ζωή της έλειψε το τραγούδι και περίσσεψαν οι διαταγές, οι απαιτήσεις, οι προσβολές και οι επικρίσεις.
Τον δεύτερο χρόνο του γάμου της τόλμησε το ανήκουστο: στράφηκε στον πατέρα της για βοήθεια. Μίλησε με συστολή, εξήγησε, ζήτησε να ξεφύγει. Μα ο πατέρας της την άκουσε βλοσυρός: «Άκου δω, κόρη, και μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα. Μην ακούσω τίποτε ξανά για φευγιό! Δε θα με κάνεις εσύ ρεζίλι στο νησί… Τον άντρα της η γυναίκα πρέπει να τον υπακούει· ο άντρας ξέρει, στις πλάτες του στηρίζεται το σπιτικό. Ό,τι λέει είναι διαταγή, βάλε το καλά στο μυαλό σου και μη μου μιλήσεις γι΄αυτό το θέμα ξανά».
Κι η Μερόπη σώπασε. Άρχισε να βλέπει το ίδιο όνειρο, άρχισε να φτιάχνει τη σχεδία. Στο μεταξύ δυο παιδιά βγήκαν από τη μήτρα της, και το παιδικό, γλυκό τους άρωμα τής έδωσε κουράγιο – μα ακόμη κι αυτά δεν στάθηκαν ικανά να μαλακώσουν την καρδιά εκείνου.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν από το νησί. Τα ελευθέρωσε, όμως η απουσία τους φαρμάκι… από πού να πάρει πια το κουράγιο της η Μερόπη; Πώς να σβήσει τα σημάδια της ψυχής, χωρίς τα χαμόγελά τους; Επικεντρώθηκε στη σχεδία της· έλυνε, έδενε, ένωνε, δοκίμαζε, πρόσθετε, αφαιρούσε.
Εκείνο το βράδυ του έφτιαξε το αγαπημένο του φαγητό. Έφαγε σιωπηλή, δέχτηκε τις επικρίσεις του για ακόμη μια φορά  - «Άχρηστη είσαι, άχρηστη… πόσες φορές σου έχω πει ότι χωρίς μπόλικο πιπέρι το φαγητό δεν έχει νοστιμάδα;» και μάζεψε όπως πάντα τα πιάτα από το τραπέζι. Τα έπλυνε με το νου της στο φευγιό· επιτέλους, είχε φτάσει η πολυπόθητη μέρα.
Ξάπλωσαν νωρίς. Η Μερόπη τράβηξε τη σχεδία της, την έριξε στο ήσυχο νερό. Σκαρφάλωσε πάνω της, πήρε την κατάλληλη θέση και άρχισε να πλέει. Δεν έριξε πίσω της ούτε μια ματιά.
Το χάραμα εκείνος ξύπνησε με άσχημη διάθεση. «Άντε γυναίκα, σήκω. Ξημέρωσε κι ακόμη να σηκωθείς να μου φτιάξεις τον καφέ;»
Καμιά απάντηση. Στράφηκε να τη δει, την άγγιξε, την κούνησε. Τίποτα. Η Μερόπη δίπλα του ήταν φευγάτη εδώ και ώρες, παγωμένη, μα με ένα χαμόγελο ανακούφισης γερά στερεωμένο στο πρόσωπο. 
Έπλεε στ’ ανοιχτά, και βρισκόταν ήδη πολύ μακριά από εκείνον.



* 7ο Παιχνίδι "Παίζοντας με τις Λέξεις" (mytripsonblog)


Η ιστορία της Καιτούλας


(image via - edited by me)


Που λέτε, από μικρή η Καιτούλα ήταν «της τεχνολογίας». Την πρώτη της φωτογραφική μηχανή την απέκτησε όταν οι φίλες της ακόμη έπαιζαν με τις κούκλες τους… το ίδιο και τον πρώτο της επιτραπέζιο υπολογιστή: ένα θορυβώδες τέρας με MS-DOS και μια τεράστια οθόνη.

Κι ύστερα η Καιτούλα μεγάλωσε, η MS-DOS εξελίχθηκε (πολύ), οι φωτογραφικές μηχανές επίσης, εμφανίστηκαν τα κινητά τηλέφωνα, το ίντερνετ, το τσατ, το facebook… Πολλά τα νέα δεδομένα, ε, δεν ήθελε και πολύ το κορίτσι για να κολλήσει!

Πού την έχανες πού την έβρισκες, η Καιτούλα ξημεροβραδιαζότανε στο facebook. Χιλιάδες οι φίλοι εκεί, χιλιάδες και οι φωτογραφίες που ανέβαζε η Καιτούλα. Ε, να μην τη δουν; Να μην την καμαρώσουν; Και οι σέλφι έδιναν κι έπαιρναν.

Σέλφι με το κίτρινο μαγιό, σέλφι και με το ροζ, σέλφι με τη μίνι φουστίτσα, σέλφι με το νεοαποκτηθέν μωβ λιπ-γκλος και με τις ασορτί μωβ μπότες στη βροχή, σέλφι με το καινούριο χρώμα στα μαλλιά (μία σέλφι στη σκιά, και μία στον ήλιο – για να έχουν οι φίλοι της μια σφαιρική οπτική του νέου χρώματος). Σουφρωμένα χειλάκια, ζαρωμένες μυτούλες και γκριμάτσες ένα σωρό. Δική της η σκηνή, δικά της τα φώτα, δική της κι η αυλαία.

«Αμάν πια μ’ αυτή τη φιλαυτία σου!» έλεγε η μαμά Παναγιώτα.   

«Μανούλα μου! Τι γλυκιά που γίνεσαι όταν γκρινιάζεις! Σέλφι;» κακάριζε η Καιτούλα και τέντωνε το νεανικό χεράκι της μπροστά τους, με το κινητό έτοιμο, ρυθμισμένο στην κάμερα.

Πρέπει να ήταν κάπου κοντά στην εννιακοσιοστή τριακοστή τέταρτη σέλφι που ανέβασε η Καιτούλα στο facebook, όταν έγινε φίλη με τον Χουάν κι άρχισαν να γνωρίζονται στο τσατ. Ο Χουάν δεν ήταν απλός Χουάν, ήταν ένας Don Juan, αλλά εννοείται ότι δεν το είπε αυτό στην Καιτούλα όσο μιλούσανε στο τσατ.  Αυτό που της είπε ήταν ότι είχε δικό του κομμωτήριο στη Βαρκελώνη. Εκείνη εντυπωσιάστηκε αρχικά από τη μελαχρινή ομορφιά του (και έπειτα από το κομμωτήριο στη Βαρκελώνη), τα φτιάξανε διαδικτυακά και μετά από εκατοντάδες μηνύματα και δηλώσεις αγάπης, ο Χουάν έκανε την πρόσκληση: «Γιατί δεν έρχεσαι εδώ να ζήσουμε μαζί, Καιτούλα; Να δουλέψεις και στο κομμωτήριό μου;»

Σε χρόνο dt, η Καιτούλα έφτιαξε βαλίτσες (πολλές βαλίτσες) και βρέθηκε να αποχαιρετά τους γονείς της στο αεροδρόμιο, ανεμίζοντας το εισιτήριο για τη Βαρκελώνη (βγάζοντας και τις ανάλογες σέλφι - να μην ξεχνιόμαστε). Κι έτσι άλλαξε χώρα διαμονής η Καιτούλα…

Και τώρα; Τώρα, ο μπαμπάς Μένανδρος είναι όλο «ωφ» και «ουφ». Ακούει το όνομα Ζούκερμπεργκ (ή Ζάκερμπεργκ, το ίδιο είναι) και βγάζει σπυριά… και θέλει να πάει στην Ισπανία, να βρει αυτόν τον Χουάν (ή Ζουάν, το ίδιο είναι) και να του πάρει το μελαχρινό του σκαλπ.

Η μαμά Παναγιώτα θέλει κι αυτή να πάει στην Ισπανία. Ονειρεύεται τη στιγμή που θα λιάσει το κορμί της στην όμορφη, αμμώδη παραλία Barceloneta.

Όσο για την Καιτούλα; Μια χαρά τα περνάει. Αν θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες όμως, στείλτε της αίτημα φιλίας στο facebook. Έχει ήδη ανεβάσει πολλές καινούριες σέλφι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μη διστάσετε να μου πείτε τη γνώμη σας... Χαίρομαι πάντοτε την επικοινωνία μαζί σας!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...